Παρασκευή, Ιανουαρίου 04, 2008

Μακαριστός Επίσκοπος Ναζιανζού: «Γιατί εγκατέλειψα τον Παπισμό»

Ιεροδιακόνου Paul Ballester Convalier,
μετέπειτα Επισκόπου Ναζιανζού και Βοηθού Επισκόπου της Αρχιεπισκοπής Αμερικής για το Μεξικό, κ. Παύλου
(1970 - †1984).

Ισπανού πρώην φραγκισκανού Μοναχού, που εγκατέλειψε τον Παπισμό και ασπάσθηκε την Ορθοδοξία. Εγράφη το 1953 και δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Κιβωτός», τον Ιούλιο (σελ. 285-291) και το Δεκέμβριο (σελ. 483-485). Αναδημοσιεύθηκε στη «Θεοδρομία», τεύχος 1, Ιανουάριος - Μάρτιος 2006.


Α΄ ΜΕΡΟΣ


ΕΝΑ ΦΡΙΚΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ


Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία άρχισε μια μέρα, που διόρθωνα τους καταλόγους της βιβλιοθήκης του μοναστηριού στο οποίο ανήκα. Το μοναστήρι αυτό είναι του Τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου και βρίσκεται στην πατρίδα μου την Ισπανία.
Ενώ ταξινομούσα διάφορα παλαιά έγγραφα σχετικά με την Ιερά Εξέτασι, έπεσε στα χέρια μου ένα έγγραφο αληθινά καταπληκτικό, χρονολογούμενο από το έτος 1647.
Στο έγγραφο αυτό αναφερόταν μια απόφασις της Ιεράς Εξετάσεως, που αναθεμάτιζε ως αιρετικό κάθε χριστιανό ο οποίος θα τολμούσε να πιστεύση, να παραδεχθή και να μεταδώση σε άλλους το ότι ο Απόστολος Παύλος στηριζόταν στο αποστολικό κύρος του.

Επρόκειτο για ένα εύρημα φρικτό, που δε μπορούσε να χωρέση ο νούς μου. Σκέφθηκα αμέσως, για να καθησυχάσω την ψυχή μου, ότι ίσως επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος ή για μια πλαστογράφησι, πράγμα που άλλωστε ήταν συνηθισμένο στην Δυτική Εκκλησία εκείνης της εποχής, στην οποία αναφερόταν το κείμενο. Αλλά η ταραχή και η έκπληξίς μου έγινε μεγαλύτερη όταν ερεύνησα και διεπίστωσα ότι εκείνη η απόφασις της Ιεράς Εξετάσεως που αναφερόταν στο έγγραφο ήταν αυθεντική. Πράγματι, ήδη σε δύο περιπτώσεις προγενέστερες, δηλαδή στα 1327 και 1351, οι Πάπαι Ιωάννης ΚΒ’ και Κλήμης ΣΤ’ διαδοχικώς είχαν καταδικάσει και αναθεματίσει κάθε έναν που θα τολμούσε να αρνηθή ότι ο απόστολος Παύλος, καθ, όλη τη διάρκεια του αποστολικού του βίου, είχε απολύτως υποταχθή στην μοναρχική εκκλησιαστική αυθεντία του πρώτου Πάπα και Βασιλέως της Εκκλησίας, δηλαδή του αποστόλου Πέτρου. Και πολύ αργότερα, ο Πίος Ι’ στα 1907 και ο Βενέδικτος ΙΕ’ στα 1920 είχαν επαναλάβει τα ίδια αναθέματα και τις ίδιες καταδίκες.

Έπρεπε λοιπόν να αποκλείσω κάθε πιθανότητα αβλεψίας ή πλαστογραφήσεως. Κι έτσι αντιμετώπισα αμέσως ένα σοβαρό πρόβλημα συνειδήσεως.
Προσωπικά, μου ήταν αδύνατο να παραδεχθώ ότι ο απόστολος Παύλος διατελούσε κάτω από οιοδήποτε Παπικό πρόσταγμα. Η ανεξαρτησία του αποστολικού του έργου ανάμεσα στα έθνη απέναντι εκείνης που χαρακτήριζε την αποστολή του Πέτρου ανάμεσα στους περιτετμημένους ήταν για μένα ένα ατράνταχτο γεγονός που το φώναζε η Αγία Γραφή.
Το πράγμα ήταν για μένα καταφάνερο, αφού οι εξηγητικές εργασίες των Πατέρων σ’ αυτό το σημείο δεν αφήνουν τόπο στην παραμικρά αμφιβολία. «Ο Παύλος- γράφει ο ιερός Χρυσόστομος- διακηρύσσει την ισότητά του με τους άλλους αποστόλους και θέλει να συγκριθή, όχι μονάχα με όλους τους άλλους, αλλά και με τον πρώτο απ’ αυτούς, για ν’ αποδείξη ότι ο καθένας τους είχε το ίδιο κύρος».
Πράγματι, ομοθυμαδόν όλοι οι Πατέρες παραδέχονται ότι «όλοι οι λοιποί απόστολοι ήσαν το ίδιο που ήταν ο Πέτρος, δηλαδή ήσαν περιβεβλημένοι την ίδια τιμή κι’ εξουσία». Είναι αδύνατο οποιοσδήποτε απ’ αυτούς να ασκούσε εξουσία ανώτερη στους άλλους, διότι ο αποστολικός τίτλος που είχε ο καθένας τους ήταν «η μεγαλύτερη αυθεντία, η κορυφή όλων των εξουσιών». «Όλοι ήσαν ποιμένες, ενώ το ποίμνιο ήταν ένα. Και το ποίμνιο αυτό ποιμαινόταν από τους αποστόλους με ομόθυμη όλων συγκατάνευσι».

Το ζήτημα ήταν, λοιπόν, κατακάθαρο. Κι όμως, η ρωμαϊκή διδασκαλία εδώ ήταν αντίθετη από τα πράγματα. Έτσι εισήλθα για πρώτη φορά στη ζωή μου σ’ ένα τρομακτικό δίλημμα. Τι θα διάλεγα: Από το ένα μέρος το Ευαγγέλιο και την Ιερά Παράδοσι, ή τη διδασκαλία της Εκκλησίας μου από το άλλο μέρος; Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία είναι απαραίτητο για τη σωτηρία να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία είναι καθαρή μοναρχία, της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας. Έτσι, η σύνοδος του Βατικανού, συνοψίζοντας όλες τις προγενέστερες καταδίκες, διεκήρυξε επίσημα ότι «εάν κανείς πη…ότι ο Πέτρος (θεωρούμενος ως ο πρώτος Πάπας) δεν διωρίσθηκε από τον Χριστό ως αρχηγός των Αποστόλων και Κεφαλή ορατή όλης της Εκκλησίας…είναι υπό ανάθεμα».

ΑΠΕΥΘΥΝΟΜΑΙ ΣΤΟΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟ ΜΟΥ

Μέσα σ’ αυτό το ψυχικό κλονισμό, απευθύνθηκα στον πνευματικό μου και του εξέθεσα με αφέλεια το ζήτημα. Ήταν ένας από τους πιο ξακουστούς ιερείς του μοναστηριού μας. Με άκουσε με στενοχώρια, καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο για πολύ δύσκολο πρόβλημα. Αφού σκέφθηκε μερικές στιγμές, αναζητώντας ματαίως μια ικανοποιητική λύσι, μου είπε τέλος τα εξής, που ομολογώ δεν τα περίμενα:

- Η Γραφή και οι Πατέρες σας έκαμαν κακό, τέκνο μου. Βάλτε κι αυτή κι εκείνους κατά μέρος και περιορισθήτε στο να ακολουθήτε πιστά τις αλάθητες διδασκαλίες της Εκκλησίας μας και μην αφήνετε τον εαυτό σας να γίνεται λεία τέτοιων σκέψεων. Μην επιτρέψετε ποτέ να σκανδαλίζουν την πίστη σας στο Θεό και την Εκκλησία πλάσματα του Θεού, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτά.

-Αυτή η απάντησις που εδόθη με πολλή φυσικότητα, συνετέλεσε ώστε η σύγχυσίς μου να μεγαλώση. Πάντοτε παραδεχόμουν ότι ακριβώς ο Λόγος του Θεού είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να παραμερίση.

Χωρίς να μου δώση καιρό να προβάλω καμμιά ένστασι, ο πνευματικός μου πρόσθεσε:

- Για αντάλλαγμα, θα σας δώσω ένα κατάλογο διακεκριμένων συγγραφέων, στα έργα των οποίων θα αναπαυθή και θα στηριχθή η πίστις σας. Διότι σ’ αυτά θα βρήτε τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας χωρίς αγκάθια.
Και ρωτώντας με αν είχα κάτι άλλο «πιο ενδιαφέρον» να του εκθέσω, έθεσε τέρμα στη συνομιλία μας.
Μερικές μέρες αργότερα, ο πνευματικός μου ανεχώρησε από το μοναστήρι σε μία περιοδεία κηρυγμάτων που θα έκανε σε διάφορες εκκλησίες του Τάγματος. Μου άφησε τον πίνακα των συγγραφέων, συνιστώντας μου να τους διαβάσω. Και με παρεκάλεσε να του κάνω γνωστές τις προόδους μου σ’ αυτό το διάβασμα με γράμματα που θα του έστελνα.
Αν και τα λόγια του δεν με είχαν πείσει καθόλου, μάζεψα αυτά τα βιβλία και άρχισα να τα διαβάζω με όλη τη δυνατή αντικειμενικότητα και προσοχή. Τα περισσότερα από τα βιβλία αυτά ήσαν θεολογικά κείμενα και εγχειρίδια παπικών αποφάσεων, καθώς και «οικουμενικών» συνόδων. Ρίχθηκα στη μελέτη τους με ειλικρινές ενδιαφέρων, έχοντας ως μόνο οδηγό μου την Αγία Γραφή, «λύχνον τοις ποσί μου και φως εις τας τρίβους μου».

Καθώς προχωρούσα στο διάβασμα των βιβλίων εκείνων, καταλάβαινα ολοένα και καλύτερα, ότι ως τότε αγνοούσα αρκετά τη φύσι της Εκκλησίας μου. Έχοντας προσηλυτισθή στον Χριστιανισμό και βαπτισθή μόλις τελείωσα τις εγκύκλιες σπουδές μου, ακολούθησα κατόπιν φιλοσοφικές σπουδές και τότε που σας μιλώ βρισκόμουν μόλις στις αρχές των θεολογικών μελετών. Επρόκειτο για μιά επιστήμη ολότελα νέα για μένα. Μέχρις εκείνη την ώρα Χριστιανισμός και Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν για μένα ένα αμάλγαμα, κάτι το αξεχώριστο απολύτως, Στη μοναστική μου ζωή με απασχολούσε μονάχα η καθαρώς υπερφυσική τους όψις και δεν μου είχε δοθή ακόμη η ευκαιρία να εξετάσω κατά βάθος τις βάσεις και τους λόγους της οργανικής συστάσεως της Εκκλησίας μου.

Η ΤΕΡΑΤΩΔΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΠΑΠΑ

Ακριβώς, λοιπόν, μέσα σ’ εκείνη την ανθοδέσμη κειμένων που σοφά είχε συνθέσει ο πνευματικός μου προϊστάμενος άρχισε να μου αποκαλύπτεται στην πραγματική φύσι του ο παράξενος αυτός μοναρχικός θρησκευτικός οργανισμός, που λέγεται Ρωμαϊκή Εκκλησία. Υποθέτω, ότι μια σύνοψις των χαρακτηριστικών της δεν είναι εδώ περιττή.
Πρώτα-πρώτα, για τον ρωμαϊκό καθολικισμό η χριστιανική Εκκλησία «δεν είναι παρά μια απόλυτη μοναρχία», της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας, ενεργώντας σε κάθε τομέα ως τέτοιος. Στην παπική αυτή μοναρχία «υφίσταται όλη η δύναμις και η στερεότης της Εκκλησίας», η οποία «αλλοιώς δεν θα υφίστατο». Ο ίδιος ο Χριστιανισμός στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην παπωσύνη. Κάτι πιο πολύ ακόμη. «Η παπωσύνη είναι το πιο σπουδαίο στοιχείο του Χριστιανισμού», «η αποκορύφωσίς του και η ουσία του».
Η μοναρχική αυθεντία του Πάπα ως Αρχηγού υπερτάτου και ως κεφαλής ορατής της Εκκλησίας, Ακρογωνιαίου λίθου, Παγκοσμίου Αλάθητου Διδασκάλου της Πίστεως, Αντιπροσώπου του Θεού πάνω στη Γη, Ποιμένος των Ποιμένων και Άκρου Αρχιερέως, είναι πλήρως δυναμική και εξουσιαστική και αγκαλιάζει όλα τα διδασκαλικά και νομοθετικά δικαιώματα που έχει η Εκκλησία. Εκτείνεται «Θείω δικαίω» πάνω σε όλους και χωριστά πάνω σε καθένα βαπτισμένο άνθρωπο σ΄ όλον τον κόσμο.

Αυτή η δικτατορική εξουσία μπορεί όθεν οποτεδήποτε να ασκηθή απ’ ευθείας σε οποιονδήποτε χριστιανό, είτε λαϊκός είναι αυτός είτε κληρικός, και σε οποιαδήποτε Εκκλησία οποιουδήποτε λειτουργικού τύπου και γλώσσης κι’ αν είναι, δεδομένου ότι ο Πάπας είναι ο υπερεπίσκοπος σε κάθε εκκλησιαστική επισκοπή του κόσμου.
Όσοι αρνούνται να του αναγνωρίσουν όλη αυτή την εξουσία και δεν υποτάσσονται σ’ αυτή τυφλά είναι σχισματικοί, αιρετικοί, ασεβείς και ιερόσυλοι και οι ψυχές τους είναι από τώρα προωρισμένες για την αιωνία καταδίκη, διότι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας να πιστεύουμε στο θείο καθίδρυμα της παπωσύνης και να υποτασσόμαστε σ’ αυτή και στους εκπροσώπους της. Ο Πάπας έτσι ενσαρκώνει εκείνον τον φανταστικό Άρχοντα, που ο Κικέρων προφήτεψε, γράφοντας ότι θα πρέπει όλοι να τον αναγνωρίσουν για να σωθούν.

Πάντα κατά την ρωμαϊκή διδασκαλία, «δεδομένου ότι ο Πάπας έχει το δικαίωμα να επεμβαίνη και να κρίνη όλα τα πνευματικά ζητήματα όλων και καθ’ ενός ξεχωριστά των χριστιανών, πολύ περισσότερο έχει το δικαίωμα να κάνη το ίδιο και στις κοσμικές υποθέσεις τους. Δεν μπορεί να περιορισθή μόνο στο να δικάζη με πνευματικές ποινές, στερώντας την αιωνία σωτηρία σ’ εκείνους που δεν του υποτάσσονται, αλλά έχει επίσης και το δικαίωμα να ασκή και κοσμική εξουσία πάνω στους πιστούς. Διότι και η Εκκλησία έχει δύο μάχαιρες, σύμβολο της πνευματικής και της κοσμικής δυνάμεως. Η πρώτη απ’ αυτές είναι στο χέρι του κλήρου, η άλλη στο χέρι των βασιλέων και των στρατιωτών, οι οποίοι όμως είναι και αυτοί κάτω από τη θέλησι και στην υπηρεσία του κλήρου».
Ο Πάπας, ισχυριζόμενος ότι είναι στη γη αντιπρόσωπος Εκείνου του οποίου «η βασιλεία ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου», Εκείνου που απαγόρευσε στους Αποστόλους να μιμούνται τους βασιλείς της γης οι οποίοι «κυριεύουσι των εθνών», αυτοτιτλοφορείται και κοσμικός βασιλεύς, συνεχίζοντας έτσι την ιμπεριαλιστική παράδοση της Ρώμης. Κατά διαφόρους καιρούς έγινε πράγματι κύριος μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, έκαμε αιματηρούς πολέμους εναντίων άλλων Χριστιανών βασιλέων για την απόκτησι και άλλων εδαφών, ή απλώς διψώντας κι’ άλλα πλούτη και εξουσίες. Είχε μυριάδες σκλάβους. Έπαιζε ουσιαστικό ρόλο και πολλές φορές αποφασιστικό στην πολιτική ιστορία. Το καθήκον των χριστιανών αρχόντων είναι να υποχωρούν μπροστά στον «θείω δικαίω βασιλέα», παραχωρώντας του αυτό το βασίλειο κι αυτόν τον θρόνο τον πολιτικο-εκκλησιαστικό, «που έγινε για να εξευγενίση και να στερεώση όλους τους άλλους θρόνους του κόσμου». Σήμερα το κοσμικό βασίλειο του Πάπα είναι περιορισμένο στην πόλι του Βατικανού. Πρόκειται για κράτος αυτόνομο με διπλωματικούς εκπροσώπους στις κυβερνήσεις και των δύο ημισφαιρίων, με στρατό, όπλα, αστυνομία, φυλακές, νόμισμα κ.λ.π.

Και ως κορώνα και κορυφή της παντοδυναμίας του ο Πάπας κατέχει ακόμη ένα τρομερό προνόμιο, μοναδικό στον κόσμο. Ένα τερατώδες και εξωτικό προνόμιο, που ούτε οι πιο ποταπές ειδωλολατρείες δεν είχαν τη φαντασία να το συλλάβουν: είναι αλάθητος θείω δικαίω, σύμφωνα με δογματικό όρο της Συνόδου του Βατικανού, που έγινε στα 1870. Από τότε και πέρα σ’ αυτόν η ανθρωπότης οφείλει να αποτείνη τους λόγους που προηγουμένως απέτεινε στον Κύριο: «Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις». Από εδώ και πέρα δεν υπάρχει ανάγκη του Αγίου Πνεύματος, για να οδηγή την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν». Δεν υπάρχει ανάγκη της Αγίας Γραφής ούτε της Ιεράς Παραδόσεως, διότι είνε πλέον ένας θεός πάνω στη γη, με εξουσία να αχρηστεύη και να διακηρύσση ως πλανερές τις διδασκαλίες του Ουρανίου Θεού. Με βάσι αυτό το αλάθητο, ο Πάπας είναι ο μόνος κανόνας της Πίστεως και μπορεί να εκφράση, ακόμη και αντίθετα προς το κριτήριο όλης της Εκκλησίας, καινούργια δόγματα, τα οποία όλοι οι πιστοί οφείλουν να τα παραδεχθούν για να μην αποκοπούν από τη σωτηρία. «Εξαρτάται μόνο από τη θέλησί του και τη διάθεσή του να θεωρή ό,τι αυτός θέλει ως ιερό ή ως άγιο μέσα σ’ ολόκληρη την Εκκλησία» και οι δεκρετάλιες επιστολές του πρέπει να θεωρούνται, να πιστεύωνται και να υπακούωνται «ως κανονικές επιστολές». Αφού είναι αλάθητος ο Πάπας, πρέπει να απολαβαίνη τυφλή υπακοή. Ο καρδινάλιος Βελλαρμίνος, που ανακηρύχθηκε «άγιος» από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, λέγει τα εξής με φυσικώτατο ύφος: «Αν ο Πάπας καμμιά μέρα επιβάλη αμαρτίες και απαγορεύση αρετές , η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να πιστεύση ότι οι αμαρτίες αυτές είναι καλές και ότι οι αρετές εκείνες είναι κακές».

Η ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥ ΜΟΥ

Αφού διάβασα όλα εκείνα τα βιβλία, αισθανόμουν τον εαυτό μου σαν ξένο μέσα στην Εκκλησία μου, της οποίας η οργανική σύστασις δεν είχε σχέσι, με την Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος που οργάνωσαν οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους και που οι Άγιοι Πατέρες εννοούσαν. Κάτω απ’ αυτήν την πεποίθησι έγραψα το πρώτο μου γράμμα στον πνευματικό μου.

-Διάβασα τα βιβλία σας. Δεν θα παραβώ ποτέ τα θεία εντάλματα, για να δώσω πίστι σε ανθρώπινες διδασκαλίες, που δεν έχουν την παραμικρή βάσι στην Αγία Γραφή. Τέτοιες διδασκαλίες είναι η σειρά των ανοησιών για την παπωσύνη. Με δεδομένα από την Αγία Γραφή μπορούμε να εννοήσουμε τη φύσι της Εκκλησίας κι’ όχι μ’ αποφάσεις και θεωρίες ανθρώπινες. Η αλήθεια της πίστεως δεν πηγάζει παρά από την Αγία Γραφή και από την Παράδοσι της συνόλου Εκκλησίας».

Η απάντησις ήλθε γρήγορα:
- Δεν ακολουθήσατε τη συμβουλή μου, παραπονιόταν ο πνευματικός μου, -κι’ αφήσατε την ψυχή σας έκθετη στην επικίνδυνη επίδρασι της Αγίας Γραφής, η οποία, όπως και η φωτιά, κατακαίει και μαυρίζει όταν δεν φωτίζει. Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις σαν την δική σας οι Πάπαι έχουν αποφανθή ότι «είναι σκανδαλώδης πλάνη να πιστεύη κανείς ότι όλοι οι χριστιανοί μπορούν να διαβάζουν την Αγία Γραφή» και οι θεολόγοι μας βεβαιώνουν ότι η Αγία Γραφή «είναι ένα σκοτεινό σύννεφο». «Το να πιστεύη κανείς στη φωτεινότητα και τη σαφήνεια της Γραφής είναι δόγμα ετερόδοξο», λέγουν οι αλάθητοι Αρχηγοί μας. Όσο για την Παράδοσι, δεν θεωρώ αναγκαίο να σας υπενθυμίσω ότι πρέπει «να ακολουθούμε πρωτίστως τον Πάπα όταν πρόκειται για ζητήματα πίστεως. Ο Πάπας αξίζει σ’ αυτή την περίπτωσι όσο δεν αξίζουν μυριάδες Αυγουστίνοι, Ιερώνυμοι, Γρηγόριοι, Χρυσόστομοι…».

Το γράμμα αυτό ενίσχυσε αντί να γκρεμίση την πεποίθησί μου. Μου ήταν αδύνατο να θέσω σε δεύτερη μοίρα από τον Πάπα την Αγία Γραφή. Χτυπώντας την Γραφή, η Εκκλησία μου έχανε κάθε αξιοπιστία μπροστά μου, γινόταν ένα με τους αιρετικούς, οι οποίοι, «ελεγχόμενοι από την Γραφή, στρέφονται εναντίον της».
Ήταν η τελευταία επαφή που είχα με τον πνευματικό μου.

Ο ΠΑΠΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΝ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΕ

Αλλά δεν σταμάτησα εκεί. Είχα ήδη αρχίσει να «εκτροχιάζομαι από τον εκτροχιασμό» της Εκκλησίας μου. Είχα πάρει ένα δρόμο όπου δεν έπρεπε να σταθώ έως ότου βρω μια θετική λύσι. Το δράμα μου εκείνων των ημερών ήταν ότι είχα αποξενωθή από τον Παπισμό, αλλά δεν πλησίαζα καμμιά άλλη εκκλησιαστική πραγματικότητα. Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός ήσαν για μένα τότε ιδέες συγκεχυμένες και δεν είχα φθάσει ακόμη στην ώρα και στην ευκαιρία να διαπιστώσω ότι μπορούσαν να προσφέρουν κάτι στην αγωνία μου. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσα να αγαπώ την Εκκλησία μου που με είχε κάνει χριστιανό και που φορούσα το σχήμα της. Μου χρειαζόταν ακόμη πολλή εμβάθυνσις και σκέψις για να φθάσω σιγά-σιγά, με κόπο και οδύνη, στο συμπέρασμα ότι η Εκκλησία που αγαπούσα δεν υφίστατο μέσα στο παπικό σύστημα.

Πράγματι, απέναντι της μονοκρατορικής εξουσίας του Πάπα, η αυθεντία της Εκκλησίας και του επισκοπικού σώματος δεν υφίσταται ουσιαστικά εκεί. Διότι σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία «η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνο, όταν χαρακτηρίζεται και εναρμονίζεται με τη θέλησι του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωσι, εκμηδενίζεται». Έτσι, είναι το ίδιο πράγμα ο Πάπας με την Εκκλησία και ο Πάπας χωρίς την Εκκλησία, δηλαδή ο Πάπας είναι το παν και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε. Πολύ σωστά έγραψε ο επίσκοπος Μαρέν΄ «Θα ήταν πιο ακριβείς οι ρωμαιοκαθολικοί, αν εκφωνώντας το ‘Πιστεύω’ έλεγαν: ‘Και εις ένα Πάπαν’ παρά να λένε: ‘Και εις μίαν…Εκκλησίαν’».
Η σημασία και ο ρόλος των επισκόπων μέσα στη ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπησις της παπικής εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι επίσκοποι υποτάσσονται όπως οι απλοί πιστοί. Αυτό το καθεστώς προσπαθούν να το στηρίξουν στο κβ’ κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου σύμφωνα με τη ρωμαϊκή ερμηνεία, «ο Κύριος εμπιστεύεται στο απόστολο Πέτρο, τον πρώτο Πάπα, την ποίμανση των αρνίων του και των προβάτων του, δηλαδή του αναθέτει το έργο υπερτάτου Ποιμένος με αποκλειστικά δικαιώματα σε όλους τους πιστούς, που είναι τα αρνία, και σε όλους τους άλλους Αποστόλους και επισκόπους, που είναι τα πρόβατα».

Αλλά οι επίσκοποι δεν είναι στη ρωμαϊκή Εκκλησία ούτε κάν διάδοχοι των Αποστόλων, διότι όπως δογματίζει η Εκκλησία αυτή «η αποστολική εξουσία εξέλιπε με τους Αποστόλους και δεν μετεδόθη στους διαδόχους της επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποία βρίσκονταν όλοι οι άλλοι, μετεδόθη στους διαδόχους του Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες». Οι επίσκοποι, λοιπόν, μη έχοντας κληρονομήσει καμμιά αποστολική εξουσία, δεν έχουν άλλη εξουσία παρά εκείνη που τους παραχωρήθηκε, όχι απ’ ευθείας από τον Θεό, αλλά από τον Άκρο Ποντίφηκα της Ρώμης.
Και οι Οικουμενικές Σύνοδοι επίσης δεν έχουν άλλη αξία παρά εκείνη που τους παραχωρεί ο επίσκοπος της Ρώμης, διότι «δεν είναι ούτε μπορούν να είναι άλλο πράγμα παρά συνέδρια του Χριστιανισμού, που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα». Αρκεί ο Πάπας να βγή από την αίθουσα της Συνόδου λέγοντας: «Δεν βρίσκομαι πλέον εκεί μέσα», για να παύση από εκείνη τη στιγμή η Οικουμενική Σύνοδος να έχη κύρος. Οι όροι της Συνόδου επίσης δεν έχουν καμμιά αξία, αν δεν εγκριθούν και δεν επικυρωθούν από το Πάπα, ο οποίος και θα τους επιβάλη με την αυθεντία του στους πιστούς.

Η ΦΟΒΕΡΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΕΝΟΣ ΙΗΣΟΥΪΤΗ

Είχα καθ’ όλο εκείνο το διάστημα σχεδόν παρατήσει τις μελέτες μου, επωφελούμενος όλες τις ώρες που ο κανονισμός του Τάγματος επέτρεπε να αποτραβηχθώ στο κελλί μου, όπου δεν σκεπτόμουν τίποτε άλλο παρά το μεγάλο μου πρόβλημα. Επί μήνες ολόκληρους μελετούσα την σύσταση και την οργάνωσι της αρχαίας Εκκλησίας, απ’ ευθείας από τις αποστολικές και πατερικές πηγές. Αλλά όλη αυτή η εργασία δεν γινόταν εξ ολοκλήρου μυστικά. Και η εξωτερική μου ζωή φαινόταν ισχυρά επηρεασμένη απ’ αυτή τη μεγάλη μέριμνα, που είχε απορροφήσει όλο μου το ενδιαφέρον και συγκεντρώσει όλες μου τις δυνάμεις. Δεν έχανα ευκαιρία να ζητώ έξω από το μοναστήρι κάθε τι που θα συντελούσε κάπως στο να φωτισθώ πλήρως. Έτσι άρχισα να συζητώ το θέμα με γνωστές μου εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ανάλογα με την εμπιστοσύνη που είχα στην ειλικρίνεια και την καρδιά τους. Μ’ αυτό τον τρόπο δεχόμουν διαρκώς εντυπώσεις και απόψεις πάνω στο θέμα, οι οποίες ήσαν για μένα πάντα ενδιαφέρουσες και σημαντικές.
Βρήκα τους περισσότερους απ’ αυτούς τους κληρικούς πιο φανατικούς απ’ ότι περίμενα. Παρ’ όλο ότι ανεγνώριζαν κατά βάθος την παράλογη βάσι της διδασκαλίας περί Πάπα, κολλούσαν απεγνωσμένα στην ιδέα ότι «η οφειλομένη στον Πάπα υποταγή απαιτεί μια τυφλή συγκατάθεσι της αντιλήψεώς μας», καθώς και σ’ εκείνο το άλλο απόφθεγμα του ιδρυτού των Ιησουϊτών κατά το οποίο «για να έχουμε την αλήθεια, για να μην πέσουμε στην πλάνη, οφείλουμε πάντα να στηριζόμαστε στο βασικό και αμετάθετο αξίωμα ότι αυτό που βλέπουμε ως άσπρο είναι στην πραγματικότητα μαύρο, αν μας λέγει ότι είναι μαύρο η ιεραρχία της Εκκλησίας». Μ’ αυτή τη φανατική προκατάληψι ένας ιερεύς του Τάγματος του Ιησού μου εμπιστεύθηκε την εξής σκέψι του:

-Αυτά που μου λέτε, αναγνωρίζω ότι είναι λογικώτατα και ξάστερα και αληθινά. Αλλά εμείς οι Ιησουΐτες, εκτός από τις τρείς συνηθισμένες υποσχέσεις, δίνουμε και μια τέταρτη, κατά την ημέρα της κουράς μας. Η τέταρτη αυτή υπόσχεσις είναι πιο ουσιώδης από την υπόσχεσι της αγνότητος, της υπακοής και της ακτημοσύνης. Είναι η υπόσχεσις ότι θα υποτασσόμαστε απόλυτα στον Πάπα. Έτσι, προτιμώ να πάω στην κόλασι μαζί με τον Πάπα, παρά στον Παράδεισο μ’ όλες σας τις αλήθειες.

«ΕΔΩ ΚΑΙ ΛΙΓΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΘΑ ΣΑΣ ΕΚΑΙΑΝ ΣΤΗΝ ΠΥΡΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ»

Κατά τη γνώμη των περισσοτέρων απ’ αυτούς ήμουν ένας αιρετικός. Ιδού τι μου έγραφε ένας επίσκοπος: «Εδώ και λίγους αιώνες, οι ιδέες που έχετε θα ήσαν αρκετές για να σας οδηγήσουν στην πυρά της Ιεράς Εξετάσεως».
Είχα πάντως, παρ’ όλα αυτά, τη διάθεσι να μείνω στο μοναστήρι και ν’ αφοσιωθώ στην καθαρώς πνευματική ζωή, αφήνοντας στην ιεραρχία την ευθύνη της πλάνης της και την υποχρέωσι διορθώσεώς της. Αλλά τα ενδιαφέροντα της ψυχής μου θα μπορούσαν να είναι ασφαλή σ’ ένα δρόμο υπερφυσικής ζωής, όπου η αυθαιρεσία του Πάπα θα μπορούσε να σωρεύση καινούργια δόγματα και ψευδείς διδασκαλίες σχετικές με την ευσεβή ζωή και τα μυστήρια της Εκκλησίας; Επί πλέον, αφού η καθαρότης της διδασκαλίας είχε σπιλωθή με την κακοδοξία περί Πάπα, ποιος με βεβαίωνε ότι η κηλίδα αυτή δεν θα απλωνόταν και σε άλλες όψεις της ευαγγελικής πίστεως;

Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου παράξενο αν άγιοι άνθρωποι μέσα στη Ρωμαϊκή Εκκλησία αρχίζουν να σημαίνουν συναγερμό με φράσεις σαν τις ακόλουθες:
«Ποιος ξέρει αν τα “μικρά μέσα σωτηρίας” που μας κατακλύζουν δεν μας κάνουν να ξεχάσουμε τον μοναδικό Σωτήρα, τον Ιησού;…».
«Σήμερα η πνευματική μας ζωή μάς παρουσιάζεται σαν ένα πολύκλαδο και πολύφυλλο δένδρο, όπου οι ψυχές δεν ξέρουν πλέον που είναι ο κορμός που στηρίζει το παν και που είναι οι ρίζες που το τροφοδοτούν».
«Με τέτοιο τρόπο στολίσαμε και παραφορτώσαμε τη θρησκευτικότητά μας, ώστε η μορφή Εκείνου ο Οποίος είναι το «έν ού εστι χρεία» χάθηκε μέσα στα στολίδια».

Πεπεισμένος, λοιπόν, ότι και η πνευματική ζωή μέσα στους κόλπους της παπικής Εκκλησίας θα με έθετε σε κινδύνους, κατέληξα να κάμω το αποφασιστικό βήμα. Εγκατέλειψα το μοναστήρι και ύστερα από λίγο καιρό εδήλωσα ότι δεν ανήκα πλέον στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Μερικοί άλλοι είχαν φανή διατεθειμένοι μέχρι τότε να με ακολουθήσουν, αλλά την τελευταία στιγμή κανένας δεν δείχθηκε αποφασισμένος να θυσιάση τόσο ριζικά τη θέση του μέσα στην Εκκλησία, την τιμή και την υπόληψι που απολάβαινε.
Έτσι εγκατέλειψα την Ρωμαϊκή Εκκλησία, της οποίας ο αρχηγός, ξεχνώντας ότι η βασιλεία του Υιού του Θεού «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» και ότι «εκείνος που καλείται στην επισκοπή δεν καλείται σε καμμιά αρχή και εξουσία, αλλά στη διακονία όλης της Εκκλησίας», μιμούμενος εκείνον που «ποθώντας μέσα στην υπερηφάνειά του να είναι σαν θεός, έχασε την αληθινή δόξα για να ντυθή ψεύτικη», «εκάθισεν εις τον ναόν του Θεού ως θεός».

Πολύ σωστά έγραφε στον Πάπα ο Βερνάρδος ντε Κλαραβάλ:
«Κανένα φρικτότερο δηλητήριο για σένα, κανένα σπαθί πιο επικίνδυνο, από τη δίψα και το πάθος της κυριαρχίας».
Βγαίνοντας από τον Παπισμό, υπάκουσα στη φωνή της συνειδήσεώς μου, που ήταν η ίδια η φωνή του Θεού. Και η φωνή αυτή μου έλεγε: «Έξελθε εξ αυτής…,ίνα μη συγκοινωνήσης ταις αμαρτίαις αυτής, και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβης».
Πώς, μετά την έξοδό μου αυτή, έπεσα στην αγκαλιά της Ορθοδοξίας, στο φως της απόλυτης και άσπιλης Αλήθειας, αυτό θα το διηγηθώ σε άλλη ευκαιρία.

Β΄ ΜΕΡΟΣ

Όσο η απομάκρυνσίς μου από τον Παπισμό γινόταν ευρύτερα γνωστή στους Εκκλησιαστικούς κύκλους και εύρισκε ενθουσιώδη απήχησι στους κόλπους των ισπανών και γάλλων προτεσταντών, τόσο η θέσις μου απέβαινε πιο λεπτή.
Στην αλληλογραφία που έπαιρνα αφθονούσαν τα απειλητικά και τα ανώνυμα υβριστικά γράμματα. Με κατηγορούσαν ότι δημιουργούσα ένα αντιπαπικό ρεύμα γύρω μου και ότι ωδηγούσα με το παράδειγμά μου προς την «αποστασία» ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς «ασθενείς δογματικά», που είχαν εκφράσει σχεδόν δημοσία ένα αίσθημα συμπαθείας για την περίπτωσί μου.
Το γεγονός αυτό με έκαμε να φύγω από τη Βαρκελώνη και να μεταβώ στη Μαδρίτη, όπου με φιλοξένησαν – χωρίς να το επιδιώξω ο ίδιος – οι αγγλικανοί και μέσω αυτών ήλθα σε σχέσεις με το Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών.
Ούτε όμως και εκεί κατώρθωσα να περάσω απαρατήρητος. Ύστερα από κάθε κήρυγμά μου σε διαφόρους ναούς της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ένας αριθμός, κάθε φορά μεγαλύτερος, των ακροατών μου εξεδήλωνε την επιθυμία να με γνωρίση και να συζητήση εμπιστευτικά μαζί μου πάνω στο εκκλησιολογικό θέμα.

Χωρίς, λοιπόν, να το επιζητήσω, άρχισε να σχηματίζεται γύρω μου ένας ολοένα και πιο πολυάριθμος κύκλος προσώπων, τα περισσότερα από τα οποία ήσαν αντιπαπικοί. Αυτό μ’ εξέθετε ενώπιον των αρχών, διότι στις εμπιστευτικές αυτές επισκέψεις που δεχόμουν, άρχισαν να παρουσιάζονται και μερικοί ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί, που ήσαν γενικώς γνωστοί «για την ελλιπή και χωλαίνουσα πίστι τους σχετικά με το πρωτείο και το αλάθητο του Άκρου Αρχιερέως της Ρώμης».
Τη φανατική μνησικακία που έτρεφαν ήδη προς το πρόσωπό μου λίγοι παπικοί την είδα να ολοκληρώνεται και να παίρνη την αποκορύφωσή της την ημέρα που απάντησα δημοσία σε μία εμπεριστατωμένη εκκλησιολογική πραγματεία, που μου είχαν στείλει ως ύστατο διάβημα για να με βγάλουν από την «παγίδα της αιρέσεως», όπου είχα πέσει. Το έργο εκείνο, απολογητικού χαρακτήρος, είχε τον εκφραστικό τίτλο: «Ο Πάπας, αντιπρόσωπος του Κυρίου ημών επί της γης» και το σύνθημα στο οποίο κατέληγαν τα επιχειρήματα του βιβλίου ήταν το εξής: «Χάρις στο αλάθητο του Πάπα οι ρωμαιοκαθολικοί είναι σήμερα οι μόνοι χριστιανοί που μπορούν να είναι βέβαιοι για ό,τι πιστεύουν».

Από τις στήλες μιας πορτογαλλικής επιθεωρήσεως βιβλιοκρισίας τους απάντησα: «Η πραγματικότης είναι ότι εξ αιτίας του αλαθήτου είστε οι μόνοι χριστιανοί που δεν μπορείτε να είστε σήμερα βέβαιοι για ό,τι θα σας επιβάλουν να πιστεύετε αύριο». Το άρθρο μου τελείωνε με την εξής φράσι: «Λίγο ακόμη, στον δρόμο που βαδίζετε, και θα αποκαλέσετε τον Κύριό μας αντιπρόσωπο του Πάπα στον ουρανό».
Λίγο αργότερα εξέδωσα στο Μπουένος Άϊρες μία τρίπτυχη μελέτη μου, με την οποία έλαβαν πέρας οι διαξιφισμοί μου με τους παπικούς. Στη μελέτη εκείνη είχα συλλέξει όλα τα εδάφια από την πατερική γραμματεία των τεσσάρων πρώτων αιώνων, τα οποία αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στα λεγόμενα «χωρία περί πρωτείων» των ευαγγελίων (Ματθ. ιστ’ 18-19, Ιω. κα’ 15-17, Λουκ. κβ’ 31-32). Απεδείκνυα ότι η περί Πάπα διδασκαλία είναι απολύτως ξένη και αντίθετη προς την ερμηνεία που δίνουν οι πατέρες σ’ αυτά τα κείμενα. Και η ερμηνεία των πατέρων είναι ακριβώς ο κανόνας πάνω στον οποίον εννοούμε την Αγία Γραφή.

Εκείνη την περίοδο, αν και από αιτίες άσχετες τελείως με τα γεγονότα, συνέβηκε να έλθω για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με την Ορθοδοξία.
Πριν προχωρήσω σε εξιστόρησι των γεγονότων, οφείλω να ομολογήσω εδώ ότι οι ιδέες μου για την Ορθοδοξία είχαν υποστή μία αξιοσημείωτη εξέλιξι από την αρχή της πνευματικής μου οδυσείας. Ωρισμένες συζητήσεις που είχα κάνει σε θέματα εκκλησιολογικά με έναν όμιλο πολωνών ορθοδόξων, που πέρασαν από την πατρίδα μου, και οι πληροφορίες που έπαιρνα από τα έντυπα του Οικουμενικού Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξι και τη ζωή των ορθοδόξων κύκλων της Δύσεως, μου είχαν προκαλέσει το ειλικρινές ενδιαφέρον. Επί πλέον άρχισα να παίρνω διάφορα βιβλία και περιοδικά ρώσων και ελλήνων από το Λονδίνο και το Βερολίνο, καθώς και μερικά από τα πολύτιμα βιβλία, που εκδίδει στη Νεάπολη της Ιταλίας ο αρχιμανδρίτης π. Βενέδικτος Κατσανεβάκης. Έτσι η συμπάθειά μου για την Ορθοδοξία μεγάλωνε.

Σιγά-σιγά, κατ’ αυτόν τον τρόπο, χάνονταν από μέσα μου οι προκαταλήψεις απέναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι προκαταλήψεις αυτές παρουσιάζουν την Ορθοδοξία ως σχισματική, χωρίς πνευματική ζωή, και αποξηραμένη ομάδα μικρών Εκκλησιών, που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Και το σχίσμα που την απέκοψε «είχε πατέρα τον διάβολο και μητέρα την υπερηφάνεια του πατριάρχου Φωτίου».
Έτσι, όταν άνοιξα αλληλογραφία με ένα σεβαστό μέλος της ορθοδόξου ιεραρχίας στη Δύσι – που το όνομά του δεν νομίζω ότι είμαι εξουσιοδοτημένος να δημοσιεύσω χάρι στο προσωπικό μου κριτήριο που οφειλόταν στις γενετικές εκείνες πληροφορίες, ήμουν πλέον απολύτως ελεύθερος από κάθε προκατάληψι σχετικά με την Ορθοδοξία και μπορούσα αντικειμενικά να την ατενίσω. Διαπίστωσα, λοιπόν, γρήγορα και μάλιστα με ευχάριστη έκπληξι ότι συνέπιπτε απολύτως η αρνητική θέσις που είχα πάρει έναντι του Παπισμού με την εκκλησιολογική διδασκαλία της Ορθοδοξίας. Ο σεβαστός ιεράρχης στα γράμματά του παραδέχθηκε αυτή τη σύμπτωσι, αλλά δεν αφέθηκε να εκφρασθή πλατύτερα, διότι έλαβε υπ’ όψιν του ότι διέμενα σε περιβάλλον προτεσταντικό.

Οι ορθόδοξοι στη Δύσι δεν είναι καθόλου επιρρεπείς στον προσηλυτισμό. Μονάχα όταν η αλληλογραφία μας προχώρησε αρκετά, ο ορθόδοξος επίσκοπος μου υπέδειξε να μελετήσω το υπέροχο βιβλίο του Σεργίου Βουλγακώφ «Η Ορθοδοξία» και την όχι λιγότερο βαθυστόχαστη πραγματεία υπό τον ίδιο τίτλο του μητροπολίτου Σεραφείμ. Στο μεταξύ είχα γράψει σχετικά και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Σ’ αυτά τα βιβλία βρήκα τον εαυτό μου. Δεν υπήρχε ούτε μία παράγραφος που να μην εύρισκε απόλυτα σύμφωνη τη συνείδησί μου. Τόσο σ’ αυτά τα έργα όσο και σε άλλα που μου στέλλονταν συνοδευόμενα από ενθαρρυντικές επιστολές – τώρα πλέον και από την Ελλάδα – έβλεπα καθαρά πόσο η ορθόδοξος διδασκαλία ήταν βαθειά και αγνά ευαγγελική και ότι οι ορθόδοξοι είναι οι μόνοι οι χριστιανοί που πιστεύουν όπως πίστευαν οι χριστιανοί των κατακομβών και του χρυσού αιώνος των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, οι μόνοι που μπορούν να επαναλαμβάνουν με ιερή καύχησι τον πατερικό λόγο: «Πιστεύουμε σε ό,τι παραλάβαμε από τους Αποστόλους».

Εκείνη την περίοδο έγραψα δύο βιβλία, το ένα με τον τίτλο «Η έννοια της Εκκλησίας κατά τους δυτικούς πατέρες» και το άλλο με τον τίτλο « Ο Θεός σας, ο Θεός μας και ο Θεός». Τα βιβλία αυτά επρόκειτο να κυκλοφορήσουν στη Νότιο Αμερική, αλλά δεν πραγματοποίησα την έκδοσί τους για να μη δώσω εύκολη και επικίνδυνη λαβή στην προτεσταντική προπαγάνδα.
Από την ορθόδοξο πλευρά με συμβούλεψαν να εγκαταλείψω την απλώς αρνητική απέναντι του Παπισμού θέσι μου, μέσα στην οποία είχα λασπώσει, και να διαμορφώσω το προσωπικό μου «πιστεύω», από το οποίο θα μπορούσαν να κρίνουν σε τι απόστασι βρισκόμουν από την Αγγλικανική Εκκλησία και από την Ορθόδοξο.
Ήταν μία δύσκολη εργασία, που τη συνόψισα στις εξής φράσεις: «Πιστεύω σε όλα όσα περιέχονται στα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με την ερμηνεία της εκκλησιαστικής παραδόσεως, δηλαδή των Οικουμενικών Συνόδων που ήσαν πράγματι οικουμενικές και της ομοφώνου διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων που αναγνωρίζονται καθολικά ως τέτοιοι».
Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω ότι η συμπάθεια των προτεσταντών απέναντί μου κρύωνε, εκτός από τους αγγλικανούς που διέπονται από κάποιο ουσιώδη συντηρητισμό. Και μονάχα τώρα το ενδιαφέρον των ορθοδόξων, αν και αργά, πάντα, άρχισε να εκδηλώνεται και να με φέρη κοντά στην ορθοδοξία ως ένα «πιθανό κατηχούμενο».

Τα επιχειρήματα ενός πολωνού πανεπιστημιακού καθηγητού, που γνώρισα τότε, μου στερέωσαν την πεποίθησι ότι η Ορθοδοξία είναι στηριγμένη στις ουσιώδεις αλήθειες του Χριστιανισμού.
Κατάλαβα ότι κάθε χριστιανός άλλης ομολογίας είναι υποχρεωμένος να θυσιάση κάποιο σημαντικό τμήμα της πίστεώς του για να φθάση στην πλήρη δογματική καθαρότητα και ότι μονάχα ο ορθόδοξος χριστιανός δεν έχει τέτοια υποχρέωσι. Διότι αυτός μονάχα ζη και παραμένει στην ουσία του Χριστιανισμού και την αποκεκαλυμμένη και αναλλοίωτη αλήθεια.
Έτσι δεν αισθανόμουν πλέον τον εαυτό μου μόνον απέναντι του παντοδυνάμου Ρωμαιοκαθολικισμού και της ψυχρότητος που μου έδειχναν οι Διαμαρτυρόμενοι. Υπήρχαν στην Ανατολή και διάσπαρτοι σε όλη την οικουμένη 280 εκατομμύρια χριστιανοί που απήρτιζαν την Ορθόδοξο Εκκλησία και με τους οποίους αισθανόμουν ότι βρίσκομαι σε κοινωνία πίστεως.
Η κατηγορία περί θεολογικής μομιοποιήσεως της Ορθοδοξίας δεν είχε για μένα καμμία αξία, διότι είχα εννοήσει τώρα ότι αυτή η παγία και σταθερή εμμονή της ορθοδόξου διδασκαλίας στην αλήθεια δεν ήταν πνευματικό πέτρωμα, αλλά αείζωη ροή, όπως το ρεύμα του καταρράχτη, που φαίνεται ότι μένει πάντα το ίδιο ενώ τα νερά του διαρκώς αλλάζουν.

Σιγά – σιγά οι ορθόδοξοι άρχισαν να με θεωρούν ως δικό τους. «Το να μιλάμε σ’ αυτόν τον ισπανό για την Ορθοδοξία – έγραφε ένας ονομαστός αρχιμανδρίτης – δεν είναι προσηλυτισμός». Και εκείνοι κι΄ εγώ είχαμε αντιληφθή, ότι βρισκόμουν ήδη πλησίστιος στο λιμάνι της Ορθοδοξίας, ότι ανέπνεα πλέον στην αγκαλιά της Μητρός Εκκλησίας. Στο διάστημα αυτό ήμουν πλέον ορθόδοξος χωρίς να το γνωρίζω και, όπως οι μαθηταί που βάδιζαν προς Εμμαούς πλάι στον Θείο Διδάσκαλο, είχα διανύσει μια πορεία πλάι στην Ορθοδοξία χωρίς να αναγνωρίσω οριστικά την Αλήθεια παρά στο τέλος.
Όταν πείσθηκα για την πραγματικότητα αυτή, έγραψα μια μακρά έκθεσι της περιπτώσεώς μου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Α.Μ. τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών μέσω της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και μην έχοντας πλέον να κάμω τίποτε στην Ισπανία – όπου σήμερα δεν υφίσταται ορθόδοξος παροικία – εγκατέλειψα την πατρίδα μου και πήγα στην Γαλλία, όπου ζήτησα να γίνω μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού προηγουμένως άφησα να περάση λίγος καιρός ακόμη ώσπου να ωριμάση ολότελα ο καρπός της μεταστροφής μου. Κατά το διάστημα εκείνο ενεβάθυνα περισσότερο στη γνώσι της Ορθοδοξίας και δυνάμωσα τις σχέσεις μου με την ιεραρχία της.

Όταν βεβαιώθηκα πλήρως για τον εαυτό μου, έκαμα το αποφασιστικό βήμα και έγινα δεκτός επισήμως στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού ως μέλος της. Προτίμησα να πραγματοποιηθή αυτό το μεγάλο γεγονός στην Ελλάδα, την κατ’ εξοχήν χώρα της Ορθοδοξίας, όπου ήλθα για να σπουδάσω Θεολογία. Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών με δέχθηκε πατρικά. Η αγάπη του και το ενδιαφέρον του ξεπέρασαν τους πόθους μου. Το ίδιο πρέπει να πω και για τον τότε πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και τώρα επίσκοπο Ρωγών κ. Διονύσιο, που μου έδειξε πατρική αγάπη.
Περιττό να προσθέτω ότι μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα αγάπης και στοργής η Ιερά Σύνοδος δεν άργησε ν’ αποφασίση την κανονική αποδοχή μου στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την κατανυκτική εκείνη ιερά τελετή τιμήθηκα με το όνομα του Αποστόλου των Εθνών και ακολούθως έγινα δεκτός ως μοναχός στην Ιερά Μονή Πεντέλης. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκα διάκονος από τον Άγιο Επίσκοπο Ρωγών.

Από τότε ζω μέσα στην αγάπη, τη συμπάθεια και την κατανόησι της Ελληνικής Εκκλησίας και όλων των μελών της. Ζητώ όλων τις προσευχές και την πνευματική συμπαράστασι για να σταθώ πάντα άξιος της Χάριτος, που μου δόθηκε από τον Κύριο.

Ένα Προφητικό Κείμενο (1) του πατρός Αυγουστίνου Καντιώτη, γραμμένο το 1964


Θεολόγοι τίνες, επηρεαζόμενοι από τα σύγχρονα παγκόσμια ρεύματα, ως καραμέλλαν πιπιλίζουν τώρα τελευταίως την λέξιν
«οικουμενικότης»,
«οικουμενικόν πνεύμα»,
«οικουμενική κίνησις».
Οικουμενικότης! Τι ωραία λέξις! Αλλά κάτω από την λέξιν αυτήν κρύπτεται ο φοβερώτερος δια την Ορθοδοξίαν κίνδυνος.


Ποιος κίνδυνος; Θα τον παρουσιάσωμεν με ένα παράδειγμα:


Μία γυνή είνε πιστή εις τον άνδρα της. Δεν επιτρέπει τρίτος τις να υπεισέλθη εις τας σχέσεις των. Διαρκώς ενθυμείται τας επισήμους υποσχέσεις που έδωκεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Αλλ’ η γυνή αύτη τυγχάνει να είνε εκτάκτου καλλονής, και ελκύει τα βλέμματα πολλών.


Λόγω όμως της εντιμότητος της γυναικός, όποιος θα ετόλμα να την πλησίαση και να κάνη πρότασιν περί ανηθίκων σχέσεων, αμέσως θα απεκρούετο μετ’ οργής. Και εάν επέμενεν, ένα ισχυρόν ράπισμα της εντίμου γυναικός επί του αναιδούς προσώπου του θα τον έκανε να συνέλθη.

Τούτο λοιπόν καλώς γνωρίζοντες τα φαύλα υποκείμενα, άλλην μέθοδον μεταχειρίζονται.
Προσπαθούν να εξακριβώσουν εις ποία πράγματα αρέσκεται αύτη.
Εάν, δηλαδή, αγαπά την ποίησιν, την φιλοσοφίαν, την καλλιτεχνίαν κ.λ.π. Και από τα πράγματα αυτά θ’ αρπαχθή ο κρύφιος εραστής, και με μεγάλην επιτηδειότητα θα επιδιώξη ν’ αρχίση αθώαν συζήτησιν επί των θεμάτων της αρεσκείας της γυναικός. «Τι ωραίον είνε αυτό το ποίημα!», «Τι ωραία είνε αυτή η εικών!», «Πόσον θαυμάσιον είνε αυτό το θεατρικόν έργον!», «Πόσον γλυκεία η μουσική!».
Έτσι αρχίζει ο διάλογος... Η δε αφελής και ανύποπτος γυνή αφήνεται να παρασύρεται εις μακράς συζητήσεις μετά του απατεώνος, του οποίου, καθ’ ον χρόνον η γλώσσα ρητορεύει περί φιλολογίας και καλλιτεχνίας, η καρδία σκιρτά επί τη μυστική ελπίδι της κατακτήσεως της γυναικός.

Και αφού δια των συζητήσεων δημιουργηθή κλίμα μεγάλης οικειότητος και αμοιβαίας κατανοήσεως, τότε θα επέλθη και «το μοιραίον», η άτιμος δηλαδή πράξις, η αισχρά ένωσις, η οποία ήρχισε μ’ ένα αθώον διάλογον, όπως ποτέ και εν τη Εδέμ ο πονηρότατος όφις μ’ ένα γλυκύν διάλογον κατώρθωσε να απατήση την Εύαν.
Μας εννοείτε, αγαπητοί μου, τι θέλομεν να είπωμεν; Παραβολικός είνε ο λόγος μας.



Η γυνή, περί της οποίας ομιλούμεν ανωτέρω, είνε η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία. Αυτή είνε η καλλονή.
Αυτή είνε η περιφέρουσα τον ήλιον, κατά την θαυμαστήν εικόνα της Αποκαλύψεως. Αυτή είνε η ηλιοστάλακτος, η φέρουσα επί της κεφαλής στέφανον αστέρων δώδεκα και τη σελήνη υπό τους πόδας αυτής (Αποκ. 12,1). Αυτή, η Ορθόδοξος Εκκλησία, έμεινε πιστή εις τον Κύριον, εις τον αιώνιον Νυμφίον.
Αυτή εφύλαξεν αγνήν την προφορικήν και γραπτήν παράδοσιν του Κυρίου και των αποστόλων, κατά την θεόπνευστον συμβουλήν∙ «Στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι' επιστολής ημών» (Β' Θεσ. 2,15).


Αυτή, η Ορθόδοξος Εκκλησία, επί 19 αιώνας μάχεται κραταιόν και αιματηρόν αγώνα κατά της πολυειδούς πλάνης, κατά των ποικιλωνύμων αιρέσεων, που επεζήτησαν να μολύνουν και να διαφθείρουν την αγνότητά της. Μία δε εκ των φοβερωτέρων αιρέσεων είνε και ο παπισμός, ο οποίος λόγω των πλανών του, του απολυταρχικού πνεύματος και των φοβερών εγκλημάτων του, προεκάλεσε τον προτεσταντισμόν και την κατάτμησιν της όλης χριστιανοσύνης. Ναι. Αιρετικοί είνε οι παπικοί, ως ορθώς τονίζει το ορθόδοξον περιοδικόν «Σωτήρ» εις το τελευταίον του φύλλον.


Την εμμονήν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την πατρώαν ευσέβειαν γνωρίζουν καλώς οι εχθροί της, και μάλιστα ο παπισμός. Και επειδή οι εχθροί ούτοι δια πολλών παραδειγμάτων έχουν πεισθή ότι δι’ ενός κατά μέτωπον πολέμου δεν δύνανται να εκπορθήσουν το φρούριον της Ορθοδοξίας, άλλην τακτικήν μετέρχονται εσχάτως. Ήρχισαν νέον πόλεμον. Τον πόλεμον της …ειρήνης! Χειρότερον από τον πόλεμον των σταυροφοριών. Δεν ακούετε την λαλιάν του όφεως, του επιζητούντος να φθείρη τα νοήματα της Ορθοδοξίας από της απλότητος ημών; (Β' Κορ. 113)· Ιδού τι λέγει ο όφις·


«Ω Ορθόδοξος Εκκλησία! Διατί μένεις μακράν; Μη με φοβείσαι. Δεν είμαι ο δράκων.
Είμαι ο γλυκύς άγγελος που σου φέρω το μήνυμα της αγάπης. Δεν έχω σκοπόν να σε θίξω εις τίποτε. Κράτησε τα δόγματά σου και τας παραδόσεις. Αυτά είνε δια τους θεολόγους... Εγώ σε προσκαλώ εις το σαλόνι μου δια να συζητήσωμεν άλλα θέματα. Δια να δημιουργήσωμεν ένα κοινόν μέτωπον κατά της πενίας, κατά της δυστυχίας, κατά της αθεΐας, κατά του κομμουνισμού, κατά του πολέμου κ.λ.π… (2) Δεν σε συγκινούν αυτά τα θέματα; Δεν σε ενθουσιάζει η πρότασις αυτή;
Έλα λοιπόν να διεξαγάγωμεν τον διάλογόν μας, επί υψηλού επιπέδου, επί του επιπέδου της οικουμενικότητος και της αμοιβαίας κατανοήσεως, και θα ιδής πόσον ωραία θα είνε η συνάντησίς μας!».

Ορθόδοξος Εκκλησία μας! Πονεμένη και μαρτυρική Μάνα μας! Θα δεχθής την πρότασιν αυτήν;
Θ' ανοίξης διάλογον με τον παπισμόν; Και δεν διαβλέπεις ότι εις την πρότασιν αυτήν υπάρχει ο κίνδυνος, δι’ ανικανότητα και αναξιότητα των εκπροσωπούντων σε, να δημιουργηθή μία κατάστασις εις τρομερόν βαθμόν ευνοϊκή δια τους εχθρούς σου, μέσα εις την οποίαν, χωρίς να το καταλάβης, θα πέσης εις την αγκάλην του παπισμού και θα συμβή η... «ένωσις», η ψευδώνυμος ένωσις, η πνευματική μοιχεία, η πλέον άτιμος πράξις η οποία ημπορεί να συμβή ποτέ και δια την οποίαν θα χρειασθούν αιώνες μετανοίας;

Οι δε ορθόδοξοι, οι οποίοι θα θελήσουν να παίξουν ρόλον μαστροπού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, θα έλθη η ώρα που θ' αναστενάζουν και θα λέγουν: «Η γλώσσα αυτή, που ερρητόρευε περί οικουμενικότητος και αμοιβαίας κατανοήσεως, ας κοπή».
«Τα πόδια αυτά, που έτρεχον προς συνάντησιν των υποκρινομένων φιλίαν μετά της Ορθοδοξίας, ας σαπίσουν». «Τα χέρια αυτά, τα οποία υπέγραψαν επιστολάς και υπομνήματα οικουμενικότητος, να πέσουν!»
Αυτή, αγαπητοί μου, εν λόγω παραβολικώ και ρεαλιστικώ είνε η περιλάλητος θεωρία της οικουμενικότητος που «χάφτουν» οι εκ των ημετέρων χάνοι.
Η θεωρία περί οικουμενικής κινήσεως, κάτω από την οποίαν δύνανται να στεγασθούν όλα τα είδη των αιρέσεων, και τα πλέον ετερόκλητα στοιχεία, αποτελεί, επαναλαμβάνομεν, κίνδυνον δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.

Διότι υποτιμά την σημασίαν των δογμάτων, των αιωνίων τούτων αληθειών της θείας αποκαλύψεως, αι οποίαι, διατυπωθείσαι θαυμαστώς εις τους συντόμους όρους των Οικουμενικών Συνόδων, είνε ως τα οστά και η σπονδυλική στήλη, άνευ των οποίων το σώμα μεταβάλλεται εις πλαδαράν και άμορφον μάζαν.

Υποτιμά τους Ιερούς Κανόνας, τους οποίους οι οπαδοί της οικουμενικότητος αποκαλούν «απηρχαιωμένα και σκωριασμένα όπλα».
Συνελόντι δε ειπείν, υποτιμά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν καθόλου, δια την οποίαν οι οπαδοί της οικουμενικότητος λέγουν ότι «είνε αυταρέσκεια και βλασφημία να νομίζωμεν ότι αυτή και μόνη είνε η αληθινή Εκκλησία, η κατέχουσα ακίβδηλον την αλήθειαν της θείας αποκαλύψεως».

Ούτω τα δόγματα και η ηθική, αδιασπάστως ηνωμένα εν τη Ορθοδοξία, εν τη οικουμενική κινήσει τείνουν να εξατμισθούν και να παραμείνη ένα απατηλόν σχήμα αγάπης.

Ούτως η θεωρία της οικουμενικότητος και «της συνυπάρξεως των λαών», υπό κοσμικών και πολιτικών κύκλων του αιώνος υποστηριζόμενη προς στήριξιν μιας επισφαλούς ειρήνης, εισβάλουσα ήδη και εις τον πνευματικόν κόσμον, όπου οι συμβιβασμοί είνε απαράδεκτοι, δύναται να προκαλέση σύγχυσιν και αναστάτωσιν, πραγματικήν Βαβέλ. Η ζύμη είνε άχρηστος, εάν αναμιχθή με άλλα στοιχεία και χάση την δραστικήν της ενέργειαν. Και η Ορθοδοξία είνε η αρίστη ζύμη, η ζύμη της αληθείας η οποία δύναται όλον το φύραμα να ζύμωση, αλλ' υπό την προϋπόθεσιν να παραμείνη άμικτος από ξενικά στοιχεία, καθαρά.

Δια τούτο εχθροί της Ορθοδοξίας είνε οι οπαδοί της θεωρίας της οικουμενικότητος.
Δεν διστάζομεν δε δια τούτο να ονομάσωμεν την κίνησιν αυτήν της οικουμενικότητος «νέαν αίρεσιν», εναντίον της οποίας πρέπει πάση δυνάμει ν' αμυνθή η Ορθόδοξος Εκκλησία.


______________________________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Από το βιβλίο «αντιπαπικά», του π. Αυγουστίνου Καντιώτη, σελ. 98 -105, γραμμένο το 1964 (εκδόσεις «Σταυρός»).
Το όντως προφητικό αυτό κείμενο επαναδημοσίευσε η «Χριστιανική Σπίθα» (φύλλο 650, Απρίλιος 2007), μετά από προτροπή - επισήμανση ενός αναγνώστη της από την Αθήνα.

2. Κοντά στις άλλες προφάσεις για τον πονηρό διάλογο, μπορεί να προστεθεί τώρα το ενδιαφέρον για τη «μνεία του Χριστιανισμού στο ευρωσύνταγμα», την «αντιμετώπιση της τρομοκρατίας», το «οικολογικό πρόβλημα», την «συνεργασία στον τομέα της βιοηθικής» κ.α. Κατά τα άλλα, τα λόγια του σεβαστού ιεράρχη είναι σαν να γράφτηκαν σήμερα!!!




Πέμπτη, Ιανουαρίου 03, 2008

Πατρός Γεωργίου Μεταλληνού: «Εάν ημείς σιωπήσομεν, οι λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19, 40)


(Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος, 12 Ιανουαρίου 2007)

Η επίσκεψη του Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ στην Πόλη και του Αρχιεπισκόπου κυρίου Χριστοδούλου στο Βατικανό προκάλεσαν ποικίλα σχόλια στον Τύπο, άλλα και παραλήρημα ενθουσιασμού τόσο στους οικουμενιστικούς κύκλους, όσο και σ’ εκείνους των αρχιεπισκοπικών χειροκροτητών και αυλοκολάκων, που εξαρτούν από την κοσμική αίγλη και ισχύ του Μακαριωτάτου και την δική τους προβολή και κοινωνική καταξίωση.

Πριν, όμως, καταγραφεί και η δική μου ταπεινή άποψη, ως απάντηση στην απορία κάποιων για την «δήθεν» σιωπή μου -και λέγω «δήθεν», διότι δεν έλειψαν οι τηλεοπτικές τοποθετήσεις μου- θέλω να επαινέσω τις σπουδαίες αναφορές στο θέμα του αγαπητού συναδέλφου και συναγωνιστού π. Θεοδώρου Ζήση, του σεβαστού μου καθηγητού κ. Ιωάννου Κορναράκη και του κ. Γεωργίου Ζερβού στον «Ορθόδοξο Τύπο» της 22.12.2006, αλλά και του καθηγητού κ. Χρήστου Γιανναρά στην όπως πάντα εντυπωσιακή επιφυλλίδα του στην «Κυριακάτικη Καθημερινή» της 24ης του ιδίου μηνός.

Προσυπογράφω τις εύστοχες επισημάνσεις όλων των παραπάνω και δηλώνω ταυτισμένος μαζί τους στην προσπάθεια να σωθούν η αξιοπρέπεια και ο αυτοσεβασμός σ’ αυτό τον τόπο. Θα περιορισθώ γι’ αυτό σε μερικές μόνον παρατηρήσεις.
Ρωτούν πολλοί -καλοπροαίρετα, όπως πιστεύω- τι κακό γίνεται με τις συναντήσεις και επισκέψεις αυτές, ώστε να δικαιολογούνται οι διαμαρτυρίες. Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ό,τι και μετά την επίσκεψη του Πάπα Ιωάννου-Παύλου Β' στην Αθήνα το 2001 είχα επισημάνει. Αν οι επαφές αυτές έμεναν στο πολιτικό πλαίσιο (εφ’ όσον μάλιστα ο Πάπας είναι «ηγεμών» του Βατικανού [«Souverain du Vatican» είναι ένας τίτλος του] και, συνεπώς, αρχηγός Κράτους), το πράγμα δεν θα ήταν τόσο σοβαρό. Οι συναντήσεις, όμως, αυτές γίνονται σε πλαίσιο «εκκλησιαστικό» και αναγνωρίζεται από κορυφαίους εκπροσώπους της Ορθοδοξίας ο Πάπας ως επίσκοπος της Εκκλησίας του Χριστού. Οπότε αναγνωρίζεται σιωπηρά και το Βατικανό, ή έστω η Ρωμαιοκαθολική (Παπική, ορθότερα) «Εκκλησία» ως Εκκλησία του Χριστού, αυθεντικός δηλαδή Χριστιανισμός, με de facto αμνήστευση των αιρέσεων και πλανών της, που είναι τόσαι πολλαί, ώστε δίκαια να χαρακτηρίζεται από μεγάλους θεολόγους μας ως «παναίρεση».

Τι άλλο θα μπορούσε να διεκδικήσει ο Παπισμός από την αμνήστευσή του και την καταξίωσή του ως Εκκλησίας, όπως, δηλαδή, είναι τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής; Για μια ακόμη, δηλαδή, φορά επιβεβαιώνεται η άμβλυνση των συνειδήσεων Ορθοδόξων ηγετών, ώστε διαγράφοντας Συνόδους, Πατέρες και Κανόνες και την σωτηριολογική διδασκαλία τους, να ταυτίζουν την αίρεση με την Εκκλησία του Χρίστου και την πλάνη με τη θεολογία των Αγίων μας.

Αποδεικτικό υλικό θα αντλήσω από τα επίσημα κείμενα, που διαβάσθηκαν στη Ρώμη. Θα περιορισθώ δε σε θεολογικές επισημάνσεις.

Στο «απολυτίκιο» της τελετής για την παραλαβή τμήματος της αλύσεως του Αποστόλου Παύλου, γίνεται λόγος για «την Εκκλησία της Ρώμης» με αναφορά, όμως, στον Παπισμό, που δεν είναι φυσικά συνέχεια της προ του σχίσματος εκεί Εκκλησίας. Το ίδιο και στην ακολουθούσα Ευχή διαβάζουμε: «Τη φιλαδέλφω διαθέσει της εν Ρώμη παροικούσης Εκκλησίας σου», για την οποία φράση ισχύει το προηγούμενο σχόλιό μας. Το κτητικό μάλιστα "σου", σχετιζόμενο με τον Ιησού Χριστόν, αποκλείει κάθε περίπτωση συγχύσεως. Η σημερινή, λοιπόν, «Εκκλησία» της Ρώμης είναι Εκκλησία του Ιησού Χριστού, με την οποία ταυτίζεται χωρίς κανένα δισταγμό και η Εκκλησία της Ελλάδος.

Για όσους έχουν αυτή την γνώμη, θα παρατηρήσουμε, ότι οι Επίσκοποι (Μητροπολίται) της Εκκλησίας μας είναι για το πλήρωμα συνεχιστές και φορείς της Ορθοδοξίας των Αγίων Πατέρων μας. Αν, όμως, η σημερινή «Εκκλησία» της Ρώμης είναι κατά τους Επισκόπους μας και αυτή Εκκλησία του Χριστού, τότε αυτομάτως αυτοί εξισούνται με τους παπικούς «Επισκόπους» και συνεπώς δέχονται οι ίδιοι, ότι είναι έκτος Ορθοδοξίας... Εμείς ως κληρικοί και λαϊκοί, μέλη της «Μιας, Αγίας, Καθολικής (=Ορθοδόξου) και Αποστολικής Εκκλησίας», εκφωνώντας το «Εν πρώτοις, μνήσθητι, Κύριε...», προϋποθέτουμε την Ορθοδοξία των Επισκόπων μας και όχι την ταύτισή τους με την Αίρεση και τον αυτοαποκλεισμό τους από την Ορθοδοξία. Άρα στον λεγόμενο οικουμενικό διάλογο το «κινδυνευόμενον» είναι η ορθόδοξη ταυτότητα.

Μια άλλη επίμαχη φράση βρίσκεται στην «Προσφώνηση» προς τον Καρδινάλιον W. Kasper: «Του Πάπα Ρώμης και πεφιλημένου εν Χριστώ αδελφού κ. Βενεδίκτου του ΙΣΤ΄». Πρόκειται για μίμηση της καθιερωμένης από την εποχή του Πατριάρχου Αθηναγόρου γραμμής και γλώσσας, δείγματα της οποίας είχαμε και στην εδώ επίσκεψη του Πάπα Ιωάννου-Παύλου Β' το 2001. Στην ίδια Προσφώνηση, εξ άλλου, η αναφορά στην άρση των αναθεμάτων είναι μίμηση της πατριαρχικής τακτικής, χωρίς να λαμβάνεται καν υπόψη ο τρόπος της άρσεώς τους το 1965, χωρίς άρση, όμως, και των αιτιών του σχίσματος, του «Filioque» δηλαδή, του «Πρωτείου εξουσίας» κλπ. Υπάρχει, όμως και κάτι εξ ίσου σοβαρό για την δική μας πλευρά. Η τραγική αυταπάτη, στην οποία ζούμε και ενεργούμε.

Η στοχοθεσία της συνάντησης στη Ρώμη διατυπώνεται σαφώς, στην «Προσφώνηση» προς τον Καρδινάλιο Κάσπερ: «Πρόθεσή μας είναι να διατρανώσουμε ενωμένοι την αντίθεσή μας στην εκκοσμίκευση του χριστιανικού μηνύματος, μέσα σε μια περίοδο ισοπεδωτικής Παγκοσμιοποίησης και πολλάκις αντίθεης χρήσης της τεχνολογίας». Θα ήταν αποδεκτό το κείμενο αυτό, με ενθουσιασμό μάλιστα, αν επρόκειτο για εξομολογητική διάθεση και ηρωική θρηνωδία για την εκκοσμίκευσή μας, που έχει αποβεί σκανδαλιστικά αδυσώπητη. Το να μιλούμε, όμως, για κίνδυνο «εκκοσμικεύσεως του χριστιανικού μηνύματος», αγνοώντας την ήδη από μακρού θεσμοποιημένη εκκοσμίκευση του Παπισμού ή την «ούπω» θεσμοποιημένη δική μας εκκοσμίκευση, εγγίζει τα όρια του παραλόγου.

Για τους ίδιους λόγους αποδυναμώνεται μέχρι δακρύων η φράση: «Δια να προσφέρωμεν συνεργαζόμενοι πειστικήν μαρτυρίαν προς τον Ευρωπαίον του 21ου αιώνος» (Προσφώνησις προς τον Πάπα). «Πειστική μαρτυρία», όμως, δεν προσφέρεται με κοσμικού-πολιτικού τύπου συσπειρώσεις και «εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας», αλλά μόνο ως καρπός της αγιοπνευματικής Αλήθειας, αν και όταν είμεθα φυσικά φορείς της και όχι, κατά τον κ. Χρήστο Γιανναρά «θλιβεροί δεσμώτες των εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων ή των ναρκισσιστικών εκζητήσεων της διεθνούς δημοσιότητας»! Θα προσέθετα ταπεινά και κινήσεως κατά το πνεύμα και τις επιταγές της Νέας Τάξης και της Νέας Εποχής...

Είναι, έτσι, ευνόητο γιατί ο διεθνής, κυρίως ο ιταλικός Τύπος, είδε με εύθυμη διάθεση την τόσο εκθειαζόμενη από τους ημετέρους αυλοκόλακες συνάντηση. Όλοι αντιλαμβάνονται, ότι ουδεμία σχέση έχουν αυτές οι «φιέστες» με την σώζουσα Αλήθεια, αφού είναι φανερό, ότι αποβλέπουν σε άντληση κοσμικής δύναμης ή την τραγική εκμετάλλευση της αφελείας μας για την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων «θρησκευτικής πολιτικής».

Το 2001, μετά την ανάλογη «φιέστα» των Αθηνών, είχαμε δηλώσει, ότι «ο Παπάς τα πήρε όλα και έφυγε»! Διότι το ζητούμενο και τότε από το Βατικανό ήταν η αναγνώριση του «βασιλέα» του Πάπα, ως «επισκόπου της Εκκλησίας του Χριστού» και η προώθηση του παγκοσμίου πρωτείου του. Αυτό έγινε και τώρα.

Σε τελευταία, όμως, ανάλυση, όλο το θέμα είναι κριτήριο της υπάρξεως στην Εκκλησία μας συνοδικού θεσμού και της λειτουργίας του. Υπάρχουν, βέβαια, μητροπολίται, που αντιλαμβάνονται σαφώς τα γινόμενα, αλλά σιωπούν ή αντιδρούν χαλαρά «για την διατήρηση της ενότητας», όπως μας λέγουν! Υπάρχουν και άλλοι, όμως, που ή δεν αντιλαμβάνονται την βαρύτητα των ανοιγμάτων αυτών ή δέχονται και αυτοί την Παπική «εκκλησία» ως Εκκλησία του Χριστού, με μυστήρια και Χάρη.
Γι’ αυτούς η ένωση έχει γίνει ή ουδέποτε έπαυσε να υπάρχει. Υπάρχουν, όμως και εκείνοι, που επιμένουν ότι με τις συναντήσεις αυτές «δίνουμε μαρτυρία» Ορθοδοξίας. Είναι και αυτός ένας τρόπος αυτοεφησυχασμού και καθησυχασμού των άλλων. Και όμως, ο «κατακλυσμός» έρχεται...

Τετάρτη, Ιανουαρίου 02, 2008

Πατρός Γεωργίου Μεταλληνού: «Οι Διάλογοι χωρίς Προσωπείον»


(Περιοδικό Παρακαταθήκη, Ιούλιος - Αύγουστος 2002)

Είναι κοινή διαπίστωση, ότι οι Διάλογοι, διαχριστιανικοί και διαθρησκειακοί, γίνονται στις ημέρες μας όλο και πιο συχνοί. Και το μεν Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεχίζει και εντατικοποιεί την παλαιά σχετική τακτική του, το συναγωνίζεται όμως και η Εκκλησία της Ελλάδος, ρίχνοντας το βάρος κυρίως προς δύο κατευθύνσεις: τις επαφές με το Βατικανό και τον Παπισμό αφ’ ενός, αλλά και τις διαθρησκειακές συναντήσεις αφ’ ετέρου. Και το μεν Οικουμενικό Πατριαρχείο ακολουθεί την χαραγμένη από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα (†1972) πορεία, χωρίς δυνατότητα πλέον αυτοκριτικής και αυτοελέγχου, η δε Εκκλησία της Ελλάδος, στις διοικητικές δομές της και παρά τις συνεχείς αντιδράσεις της πλειονοψηφίας του Κλήρου και του ευσεβούς Λαού, τείνει να υπερβή το Πατριαρχικό Κέντρο σε πρωτοβουλίες, με ρυθμούς συνεχώς επιταχυνομένους, που δίκαια προβληματίζουν, διότι αθετούν σκανδαλωδώς την γνωστή από το παρελθόν τακτική της συνετής αυτοσυγκρατήσεως, που εφήρμοζαν οι Αρχιεπίσκοποί μας, από τον Χρυσόστομο Β´ (†1968) μέχρι και τον Σεραφείμ (†1998). Και το ερώτημα είναι αμείλικτο: Διατί;


1. Στις οικουμενικές σχέσεις ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ενεκαινίασε μία πορεία, συνεχώς επιταχυνομένη, που είναι πια αδύνατο να αναθεωρήσουν και αναχαιτίσουν οι διάδοχοί του, σ’ αυτή δε την «παγίδα» έχει εμπλακεί και η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία με την σημερινή της Ηγεσία, παρά τον φαινομενικό ανταγωνισμό με την κορυφή του Φαναρίου, εφαρμόζει την ίδια με εκείνο οικουμενι(στι)κή και διαθρησκειακή πολιτική. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας συνέδραμε χωρίς αναστολές την προώθηση των στόχων της Β´ Βατικανής Συνόδου (1962-1965), που δεν ήταν άλλοι από την υποταγή της Ορθοδοξίας στον Παπισμό, υπό το πρόσχημα της ενώσεως.

Η ενεργοποιημένη από την Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-39) αρχή της Ουνίας έγινε ανομολόγητα δεκτή και από την ελληνόφωνη Ορθοδοξία, με την ψευδαίσθηση, ότι διεξάγεται διάλογος «επί ίσοις όροις», με σκοπό την «εν αληθεία» ένωση, ενώ στην ουσία καταλήξαμε στην ουνιτική αναγνώριση του Παπισμού, της μεγαλύτερης και ριζικότερης «αλλοτριώσεως του ίδιου του πυρήνα της εκκλησιαστικής αληθείας» με την παραγωγή «ενός διαφορετικού χριστιανισμού στους αντίποδες του ευαγγελικού τρόπου ζωής και σωτηρίας του ανθρώπου» (Χρ. Γιανναράς). Από τον πατριάρχη Αθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αυτής της πορείας, με τις Πανορθόδοξες Διασκέψεις της Ρόδου (1961 και 1963) και μια σειρά προσωπικών του ενεργειών (όπως η περίφημη συνάντησή του με τον πάπα Παύλο ΣΤ´, Ιεροσόλυμα 1964) και παρά τις αντιδράσεις κυρίως του Αθηνών Χρυσοστόμου Β´, το καθορισμένο σε συνεργασία με το Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε και επεβλήθη, οδηγώντας στην κατάσταση των ημερών μας.

Από τον «Διάλογο της αγάπης», εφεύρημα παραπλανητικό της Β´ Βατικανής Συνόδου, και του οποίου ο μεγαλύτερος προπαγανδιστής υπήρξε ο Αθηναγόρας, προχωρήσαμε βεβιασμένα στον Θεολογικό Διάλογο, χωρίς όμως να εκπληρωθή ο βασικός όρος της Ορθοδοξίας, η άρση δηλαδή του παπικού πρωτείου και αλαθήτου, δεδομένου ότι ο παπικός θεσμός συνιστά την τραγικότερη αλλοίωση του Ευαγγελίου του Χριστού και το σημαντικότερο εμπόδιο στην «εν αληθεία» συνάντηση Ρωμαιοκαθολικισμού και Ορθοδοξίας. Η εφαρμοζομένη όμως «πολιτική» της παραπλανήσεως και παγιδεύσεως επιβεβαιώνεται και από την απόφαση κατά τον Θεολογικό Διάλογο να μη συζητηθούν τα «διαιρούντα» (μόνιμη και απαράβατη αρχή των Οικουμενικών Συνόδων), αλλά τα «ενούντα», για την δημιουργία ψευδαισθήσεως ενότητος και ταυτίσεως, με την προώθηση της ουνιτικής τακτικής.

Έτσι εξηγείται η επιμονή του Βατικανού να σώση με κάθε τρόπο τον θεσμό της Ουνίας, ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε το πνεύμα της «αμοιβαίας αναγνωρίσεως» (κορύφωση η συνάντηση του Balamand το 1993 και το αχαρακτήριστο κείμενο περί Ουνίας, που συνυπέγραψαν εννέα ορθόδοξες Εκκλησίες, με πρώτο το Οικουμενικό Πατριαρχείο). Όταν ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης διεμαρτυρήθη για όλα αυτά και κυρίως για την αποδοχή της μεθόδου της Ουνίας, επιτιμήθηκε με γράμματα γεμάτα οργή (σώζονται...) και απειλήθηκε έμμεσα με καθαίρεση. (Ποτέ δεν μπόρεσε να συμβιβασθή με αυτή την στάση, που τον οδήγησε ταχύτερα στον θάνατο).

2. Μιλήσαμε όμως παραπάνω για αποφασισμένη και ακολουθουμένη «γραμμή» και για να μη μένη καμμία αμφιβολία, θα παρουσιάσουμε ένα «ντοκουμέντο» αδιάψευστο, που αποκαλύπτει τις βάσεις αυτής της πορείας, όπως ετέθησαν από τον πατριάρχη Αθηναγόρα. Τον Αύγουστο του 1971 μία ομάδα Ελλήνων Κληρικών (είκοσι εξ Αμερικής και δέκα εκ Δυτικής Γερμανίας), μαζί με τις συζύγους και άλλα πρόσωπα, επισκέφθηκαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η προσφώνηση του Αθηναγόρου μαγνητοφωνήθηκε από πολλούς και σώζονται και σήμερα οι μαγνητοταινίες. Το απομαγνητοφωνημένο κείμενο έχει δημοσιευθή στην εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» της 13.7.1979.

Αναζητώντας την ερμηνεία των σημερινών φαινομένων και εξελίξεων, θυμήθηκα το κείμενο εκείνο, που είχε σαφώς προγραμματικό χαρακτήρα. Δεν εκφράζει μόνο τον ιδεολογικό κόσμο του πρ. Πατριάρχου και το πνευματικό υπόβαθρο των οικουμενιστικών ενεργειών του, αλλά και τις υποθήκες, που «ευκαίρως-ακαίρως», άφηνε στους περί αυτόν, που αποδεικνύονται προγραμματικές και αμετάθετες.

Η προσλαλιά του Αθηναγόρου: «... Εδώ την 15ην Ιουλίου του 1054 ένας καρδινάλιος Ουμβέρτος κατέθηκεν εις την αγίαν Τράπεζαν της Αγιάς Σοφιάς, που θα επισκεφθήτε αύριον, ένα λίβελλο, κατά του Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Και ο Κηρουλάριος απήντησε, δεν ηξεύρω καλά αν έκαμε να απαντήση η όχι, αλλ’ εν πάση περιπτώσει απήντησε. Και αυτοί οι δυο λίβελλοι, αυτά τα δυο γράμματα, ωνομάσθησαν σχίσμα. Σχίσμα ουδέποτε εκηρύχθη, μήτε από την Ρώμην, ούτε από την Ανατολήν, αλλά το εζήσαμεν 900 χρόνια. Με πολλάς συνεπείας, με πολλάς καταστροφάς. Το εζήσαμεν 900 χρόνια! Χωρίς να έχης αδελφόν να του λες πόσο τον αγαπάς!
Και ξαφνικά μίαν ημέραν του Δεκεμβρίου του 1963, ανέγνωσα εις τον Τύπον, ότι ο πάπας απεφάσισε να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα, και χοροστατών εις μίαν Εκκλησίαν εδώ γειτονικήν, ανεκοίνωσα, ότι θα ζητήσω να τον συναντήσω. Ήλθα εδώ (και) εξέδωκα ανακοινωθέν δια του Associated Press να συναντηθώμεν. Ο σταθμός του Βατικανού απήντησε, και την 5ην Ιανουαρίου του 1964 συνηντήθημεν εις τα Ιεροσόλυμα, την 9ην της νυκτός, εις την κατοικίαν του Πάπα. Κι όταν είδε ο ένας τον άλλο, αι χείρες μας ήνοιξαν αυτομάτως. Ο ένας ερρίφθη εις την αγκάλην του άλλου.
Όταν μας ηρώτησαν πως εφιληθήκαμεν, αδελφοί, ύστερα από 900 χρόνια - Ερωτάς πως; Επήγαμε οι δυο μας χέρι με χέρι εις το δωμάτιόν του, και είχαμεν μίαν μυστικήν ομιλίαν οι δυο μας. Τι είπαμεν; Ποιός ξέρει τι λέγουν δυο ψυχές όταν ομιλούν! Ποιός ξέρει τι λέγουν δυο καρδίαι, όταν ανταλλάσσουν αισθήματα! Τι είπαμεν; Εκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, με ισοτιμίαν απόλυτον, όχι με διαφοράν. Και έπειτα εκαλέσαμεν τας συνοδείας ημών, ανεγνώσαμεν ένα κομμάτι από το Ευαγγέλιον, και είπαμεν το «Πάτερ ημών» και προσεφώνησα εγώ πρώτος. Και είπαμεν ότι ήδη ευρισκόμεθα εις την οδόν εις Εμμαούς, και πηγαίνομεν να μας συναντήση ο Κύριος εν τω κοινώ αγίω Ποτηρίω.
Ο Πάπας απαντών μου προσέφερε άγιον Ποτήριον. Δεν ήξευρεν ότι εγώ θα μιλούσα δι’ Άγιον Ποτήριον, ούτε ήξερα ότι θα μου προσέφερεν Άγιον Ποτήριον! Τι είναι; Συμβολισμός του μέλλοντος. Το ’65 εσηκώσαμεν το Σχίσμα, εις την Ρώμην και εδώ, με αντιπροσώπους μας εκεί και αντιπροσώπους εκείθεν εδώ. Και τον Ιούλιον του ’67 ήλθεν ο Πάπας εδώ. Ευκολώτερον να μετεκινείτο ένα βουνό από την Ιταλίαν, λ.χ. τα Απέννινα, και να έλθουν εδώ, παρά να έλθη ο Πάπας εδώ. Δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν. Ήλθον και άλλοτε Πάπαι, αλλά αιχμάλωτοι. Εγένοντο τελεταί εις τον πατριαρχικόν ναόν, τον υπεδέχθην επάνω εις το Γραφείον μου, το οποίον θα το δήτε, και εκεί είχαμεν άλλην ομιλίαν και συνεφωνήσαμεν να συναντηθώμεν μίαν ημέραν εκεί, όθεν εξέβημεν.
Έως το 1054 είχαμε πολλάς διαφοράς. Και εις τούτο και εις το άλλο. Το φιλιόκβε. Η προσθήκη εις το 'Πιστεύω' έγινε τον 6ον αι. και το εδέχθημεν, επί 6 αιώνας. Και τόσας άλλας διαφοράς. Αλλά ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054 που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές. Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιον μυστήριον. Το ίδιον βάπτισμα, τα ίδια μυστήρια και ιδιαιτέρως το ίδιο Άγιον Ποτήριον. Τώρα που ξαναγυρίσαμεν εις το 1054, διατί δεν ξαναγυρίζομεν και εις το Άγιον Ποτήριον; Υπάρχουν δυο δρόμοι: Ο Θεολογικός διάλογος. Και έχομεν τους θεολόγους εκατέρωθεν, οι οποίοι μελετούν το ζήτημα της επανόδου εις τα παλαιά. Και επειδή δεν έχω πολλές ελπίδες από τον θεολογικόν διάλογον - δεν έχω, να με συγχωρήσετε οι θεολόγοι, είσθε κάμποσοι θεολόγοι εδώ μέσα - δι’ αυτό εγώ προτιμώ τον διάλογο της αγάπης. Να αγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τους Χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ήδη αγαπώμεθα. Ο Πάπας το είπε: απέκτησα έναν αδελφόν και του λέγω σ’ αγαπώ! Το είπα και εγώ: Απέκτησα έναν αδελφό και του είπα σ’ αγαπώ! Πότε θα έλθη αυτό το πράγμα;
Ο Κύριος, το ξέρει. Δεν το ξέρομε. Αλλά εκείνο το οποίο ξεύρω, είναι ότι θα έλθη. Πιστεύω, ότι θα έλθη. Διότι δεν είναι δυνατόν να μη έλθη, διότι ήδη έρχεται. Διότι ήδη εις την Αμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς από το Άγιον ποτήριον και καλά κάνετε! Και εγώ εδώ, όταν έρχωνται Καθολικοί η Προτεστάνται και ζητούν να μεταλάβουν, τους προσφέρω το Άγιον Ποτήριον! Και εις την Ρώμη το ίδιο γίνεται και εις την Αγγλίαν και εις την Γαλλίαν. Ήδη έρχεται μοναχό του. Αλλά δεν κάνει να έλθη από τους λαϊκούς και από τους ιερείς. Πρέπει να είναι σύμφωνος και η Ιεραρχία και η Θεολογία. Γι’ αυτό λοιπόν προσπαθούμε να έχωμεν και θεολόγους μαζί, δια να έλθη αυτό το μεγάλο γεγονός, του Παγχριστιανισμού.
Και μαζί με αυτό το μεγάλο γεγονός, θα έλθη μίαν ημέραν το όνειρόν μας της Πανανθρωπότητος. Εγώ έζησα επτά πολέμους. Και είδα πολλάς καταστροφάς, πολύ αίμα, να χυθή. Και όλοι οι πόλεμοι είναι εμφύλιοι, αδελφικοί... Και η έλευσίς σας ενταύθα μου ενισχύει αυτήν την πίστιν, ότι η μεγάλη ημέρα και επιφανής του Κυρίου, η συνάντησις εις το ίδιον άγιον Ποτήριον θα έλθη...».

3. Αν θέλαμε να αναλύσουμε λεπτομερώς το κείμενο αυτό, θα χρειαζόταν πολύς χώρος. Θα μείνουμε γι’ αυτό σε κάποιες βασικές επισημάνσεις. Η ερμηνεία του σχίσματος του 1054 δεν αντέχει ασφαλώς σε σοβαρά κριτική και δείχνει άγνοια ή παραποίηση της ιστορίας. Άλλωστε, ο μακαριστός Πατριάρχης, όπως φαίνεται και στο κείμενο, δεν... συμπαθούσε πολύ τους θεολόγους, τα δε δόγματα, όπως συχνά διεκήρυσσε, μπορούσαν να τεθούν στο «θησαυροφυλάκιο» η και το «μουσείο».

Αφήνω τον αχαρακτήριστο συναισθηματισμό του κειμένου στα αναφερόμενα στην συνάντηση με τον Πάπα. Διερωτώμαι, μάλιστα, γιατί οι περί τον Αθηναγόρα κύκλοι καταδικάζουν ενίοτε τον οργανωσιακό ευσεβισμό... Από τα λόγια του Πατριάρχου γίνεται καταφανές, ότι υπήρξαν «συμφωνίες», για την κοινή περαιτέρω πορεία Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης. Οι συναισθηματισμοί, άλλωστε, αρκούσαν, για να καλύψουν τις πρώτες στιγμές της συναντήσεως. Ας μην αναπτύξη κανείς, επίσης, τα περί της προσθήκης στο Σύμβολο (φιλιόκβε). Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο, που και προ της ενάρξεώς του ο θεολογικός διάλογος η διάλογος της πίστεως, υποτάσσεται από τον Πατριάρχη στον διάλογο της αγάπης, των καλών δηλαδή σχέσεων και των συναισθηματισμών. Σ’ αυτή την μορφή «διαλόγου» ο Πατριάρχης θεμελιώνει και το «κοινόν Ποτήριον», την μυστηριακή διακοινωνία, η οποία κατά την ομολογία του είχε γίνει πια κατάσταση το 1971.

Διερωτώμεθα, συνεπώς, γιατί εκπλησσόμεθα για την μετάδοση των Αχράντων Μυστηρίων σε Παπικούς στη Ραβέννα πρόσφατα η σε ναούς των Αθηνών, όπως απεκάλυψαν τα γράμματα, που δημοσίευσε πρόσφατα η εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος». Λέγεται, βέβαια, ότι στην Ραβέννα έγινε στους παρόντες Ρωμαιοκαθολικούς σχετική υπόμνηση. Το ερώτημα είναι, γιατί οι ανάλογες υπομνήσεις ημών των ταπεινών Ιερέων «έπιαναν» στην Γερμανία, ενώ στην Ραβέννα δεν είχαν αποτελεσματικότητα! Άλλος όμως είναι ο λόγος. Μετά την συμφωνία του Balamand (1993), όλοι πιστεύουν στην Δύση ότι η ένωση είναι γεγονός και συνεπώς η μυστηριακή διακοινωνία (Interkommunio) απόλυτα φυσική.

Εξ άλλου, ο Παναγιώτατος, κατά τα δημοσιευθέντα στον Τύπο (βλ. εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 16.6.02), συνέδεσε τη χριστιανική ενότητα με την πρόοδο της Ευρωπαϊκής ενότητος: «Η συνύπαρξη μέσα στον ίδιο τον πολιτικό-οικονομικό χώρο -είπε- ευρωπαϊκών λαών, που ανήκουν και στις δυο Εκκλησίες, θα συντελέση ασφαλώς στη μεγαλύτερη προσέγγισή τους και θα βοηθήση στην αποκατάσταση της ενότητας, που υπήρχε πριν από το Σχίσμα». Τόσο απλά! Οι κοσμικοί παράγοντες επιστρατεύονται, για να εξαφανίσουν τις εσωτερικές, καθαρά εκκλησιαστικές, προϋποθέσεις.

4. Το πνεύμα και η «γραμμή» του Αθηναγόρου έχει εγκλωβίσει τους πάντες, που, και να το θέλουν τώρα, δεν τολμούν να την παρακάμψουν η να την τροποποιήσουν έστω, λόγω της εν τω μεταξύ προχωρημένης αμβλύνσεως των κριτηρίων μας και της σύμφωνα με τα πολιτικά πρότυπα σχετικοποιήσεως και ιδεολογικοποιήσεως της Πίστεως, που έχει καταντήσει (από μας) σύνολο θεωρητικών αληθειών επιδεχομένων συμβιβασμούς και όχι ως η οριοθέτηση του γεγονότος της εν Χριστώ υπάρξεως.

Από την μικρή έστω εμπειρία, που έχουμε στους διαχριστιανικούς διαλόγους, γνωρίζουμε την εφαρμοζομένη από τους Ετεροδόξους μέθοδο ήδη επί δεκαετίες: Καλλιέργεια προσωπικών σχέσεων και κλίματος (κοσμικής) φιλίας μεταξύ των θεολόγων, με όλα τα διαθέσιμα μέσα, αλλά και η παροχή οικονομικών ενισχύσεων (αρκετοί μητροπολίτες μας θεωρούν καύχηση να αναγράφουν στα Ιδρύματά τους την ευγνωμοσύνη τους προς το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ή το Βατικανό, για την προσφερθείσα οικονομική βοήθεια) για την άμβλυνση και αποδυνάμωση κάθε διαθέσεως μαρτυρίας και ομολογίας. Αυτό γίνεται δεκαετίες τώρα. Πλήρης η κατίσχυση των κοσμικών και πολιτικών πρακτικών.

Στο πνεύμα αυτό κινείται και η Ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, χρησιμοποιείται δε και εδώ η ίδια πρόφαση: Διάλογο κάνουμε, ισχυρίζονται, δεν αλλάζουμε την πίστη μας! Και ναι μεν ο διάλογος ως «αγαπητική έξοδος» προς τον άλλο (όπως λέγουν στη γλώσσα τους οι οικουμενισταί) είναι ευλογημένος. Εδώ όμως από ετών ο διάλογος νοείται ως «αμοιβαία αναγνώριση» και όχι συνάντηση στην Αλήθεια, τον ένα Χριστό δηλαδή, όπως παραδίδεται στον λόγο και την πολιτεία των Αγίων μας.

Αυτό όμως συνιστά «ουνιτισμόν». Η ουνιτίζουσα δε αυτή στάση είναι διευκολυντική στις συμπεριφορές μας, διότι η παραδοχή του μη Χριστιανισμού ως Χριστιανισμού (και του Παπισμού λ.χ. ως Εκκλησίας) γίνεται με το πρόσχημα και την ψευδαίσθηση, εκ μέρους μας, της συνεχείας της παραδόσεώς μας, αφού τυπικά και εξωτερικά δεν αρνούμεθα την πίστη και παράδοσή μας. Το πρόβλημα όμως είναι, αν με την αναγνώριση της χριστιανικότητος και ορθοδοξίας της οποιασδήποτε πλάνης σώζεται και η δική μας Αλήθεια. «Τις κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β´ Κορ. 6, 14).

Προβάλλεται μάλιστα ως δικαιολογία γι’ αυτή την συμπεριφορά (μας) η αγωνία, για την διάσωση του Χριστιανισμού στην Ευρώπη, αφού η αντιχριστιανική πολιτική των ισχυόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνει επικίνδυνα και απειλητικά, στο δε σχεδιαζόμενο ευρωπαϊκό Σύνταγμα ουδεμία αναφορά γίνεται στην χριστιανική κληρονομία του ευρωπαϊκού χώρου. Και ως εδώ το πράγμα έχει καλώς. Το ερώτημα όμως είναι: συμμαχούντες με τον Παπισμό και στηρίζοντάς τον ως Εκκλησία, ποιο Χριστιανισμό σώζουμε; Θυσιάζουμε την Ορθοδοξία, για να σώσουμε τον Παπισμό;

Μη γένοιτο! Τι να τον κάμη αυτόν τον «Χριστιανισμό» η Ευρώπη; Όλη η ιστορική (ιδεολογική, κοινωνική και πολιτική) κακοδαιμονία της Ευρώπης (και όχι μόνο!) δεν ριζώνει στην διαστροφή, που υπέστη ο Χριστιανισμός, με την ανάπτυξη και εδραίωση του παπικού οικοδομήματος; Αν δεν «πεθάνη» ο Παπισμός, με την εν Χριστώ μετάνοιά του και την επιστροφή του στην Εκκλησία του Χριστού, αν δεν γίνη δηλαδή ο Παπισμός Εκκλησία, θα προσφέρη νοθευμένο Χριστιανισμό στην Ευρώπη και στον κόσμο.

Αντί να κηρύσσουμε στην πνευματικά ημιθανή Ευρώπη την Ορθοδοξία των Πατέρων μας, καταντούμε θλιβερά δεκανίκια του Παπισμού και του Κράτους του Βατικανού, επαναλαμβάνοντας το έγκλημα, που διέπραξαν οι «βυζαντινοί» Πατέρες μας το 1438. Και τότε μας είχαν καλέσει οι αντιπαπικοί ρωμαιοκαθολικοί στη Σύνοδο της Βασιλείας (1431-1437/38), αγωνιζόμενοι να αποτινάξουν τον καταθλιπτικό παπικό ζυγό. Εμείς προτιμήσαμε όμως να αποδεχθούμε την πρόσκληση του Πάπα Ευγενίου Δ´ (1431-1447), που με την σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας προσπαθούσε να σώση την εξουσία του. Και εμείς ταχθήκαμε στο πλευρό του Πάπα και στηρίξαμε τον Παπισμό και αλλοίμονο, αν δεν μας έσωζαν από την βέβαιη εκφράγκευσή μας ο άγιος Μάρκος και οι «ξεροκέφαλοι» μοναχοί και κληρικοί του «Βυζαντίου».

Αντί, λοιπόν, να προβάλουμε στην Ευρώπη την Ορθοδοξία των Αγίων μας, ενισχύουμε με την στάση μας τον καταρρέοντα στη συνείδηση των Ευρωπαίων Παπισμό, αναγνωρίζοντάς τον ως Χριστιανισμό και Εκκλησία. Η βαβυλώνια αιχμαλωσία, στην οποία μας ωδήγησε η γραμμή Αθηναγόρου, είναι, φαίνεται, ανυπέρβλητη.

5. Ό,τι όμως συμβαίνει στο χώρο του διαχριστιανικού διαλόγου, ισχύει και για την διαθρησκειακή πολιτική μας. Και εδώ η «γραμμή» είναι δεδομένη από μακρού και καθοριστική. Στην παραπάνω ομιλία του προς τους ορθοδόξους Ιερείς του αποδήμου Ελληνισμού ο Πατριάρχης Αθηναγόρας εξέφρασε την πεποίθησή του, ότι «με την ενότητα των Εκκλησιών βαδίζομε και προς μίαν πανανθρωπότητα». Σαφέστερα διατυπώθηκε αυτό το 1972 (εφημερίδα «Το Βήμα», 22.8.1972) από τον πρώην Αμερικής κ. Ιάκωβο, διατελέσαντα και συμπρόεδρο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών: «...Το Π.Σ.Ε. προχωρεί προς πραγματοποίησιν του σκοπού του δια του συγκερασμού πολιτισμού, θρησκειών και λαών».

Σε συνέντευξή του δε στο περιοδικό «ΝΕΜΕΣΙΣ» (Νοέμβριος 1999) εκφράζει στην δημοσιογράφο κ. Μ. Πίνη την απογοήτευσή του, διότι ο σκοπός αυτός του Π.Σ.Ε. βραδύνει να επιτευχθή. Ο σκοπός της υπάρξεως του Π.Σ.Ε. δεν ήταν άλλος, τελικά, από την νεοποχική Πανθρησκεία, κάτι, που απεσαφηνίσθη πλέον με πληρότητα στην εποχή μας.
Ερωτούμε τους υψιπέτες αγαπολόγους και λυρικούς ωραιολόγους (κατά παπα-Γιάννη Ρωμανίδη) συναδέλφους: Είναι αυτό «έξοδος αγάπης» προς τους άλλους η (αυτο)υποδούλωση της Ορθοδοξίας στην πολυπρόσωπη και πολυώνυμη πλάνη; Βέβαια δεν είναι η Ορθοδοξία των Πατέρων ημών που υποδουλώνεται, αλλά η ήδη υπόδουλη στα πάθη μας (συμφέροντα κ.λπ.) κακοδοξία μας, που υποκρίνεται την Ορθοδοξία.

Αλλά και εδώ ακολουθούμε πιστά την «γραμμή» της Β´ Βατικανής Συνόδου, που ακολουθούσε πιστά και ο Αθηναγόρας. Η Σύνοδος αυτή διεκήρυξε, ότι οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες (θρησκεύματα) πιστεύουν στον ίδιο Θεό, για να διευκολυνθή έτσι ο διάλογος και η πορεία προς την ενότητα και στον διαθρησκειακό χώρο. Θα μου συγχωρηθή να επαναλάβω κάτι, που έχω και σε άλλη περίπτωση αναφέρει. Όταν το 1969 πήγα στην (τότε Δυτική) Γερμανία και μάλιστα στην Βόννη, βρέθηκα σε ένα περιβάλλον, στο οποίο κυριαρχούσαν οι αποφάσεις και θέσεις της Β´ Βατικανής Συνόδου. Ο προτεσταντικός κόσμος (με λουθηρανούς συγχρωτιζόμουν), παρά την όποια αντίθεση με τον Παπισμό, συμμεριζόταν αυτό το άνοιγμα προς τα μεγάλα θρησκεύματα, διότι αυτό προωθούσε η υποφώσκουσα ήδη πανθρησκειακή κίνηση.

Σε ένα σεμινάριο Πατρολογίας (το περιβάλλον ήταν λουθηρανικό) προέκυψε η συζήτηση περί της πίστεως των διαφόρων θρησκειών (θρησκευμάτων) στον ίδιο Θεό. Τότε, συνειδητοποιώντας την ελληνικότητά μου, έκαμα χρήση της σωκρατικής μεθόδου, «Πόσοι ήλιοι υπάρχουν στον κόσμο μας;» -ρώτησα. Με συγκαταβατικό χαμόγελο μου απήντησαν: «Φυσικά ένας». Όχι, συνέχισα. Διότι, πως είναι δυνατόν τον ίδιο ήλιο να μπορώ να τον ατενίζω κατάματα εδώ στην Γερμανία, ενώ στην Ελλάδα, αν τον κυττάξω, τυφλώνομαι;» Και κατέληξα: Ένας είναι ο ήλιος, αλλά διαφέρει από τον τρόπο και τις συνθήκες θεωρήσεώς του. Το ίδιο είναι και ο Θεός. Είναι ένας, αλλά κάθε θρησκεία, όπως και κάθε χριστιανική ομάδα, τον βλέπει με τον δικό της τρόπο.

Οπότε, από τον τρόπο θεωρήσεως του Θεού (αυτό λέγεται θεολογία) προκύπτει σε κάθε περίπτωση άλλος Θεός για τον ένα ή τον άλλο. Ορθοδοξία αγιοπατερική είναι η σύμπτωση της περί Θεού γνώσεώς μας με την αυτοαποκάλυψη του Θεού στην ιστορία. Η αντικειμενική «πίστις», η αυτοαποκάλυψη του Θεού εν τοις Αγίοις του («πιστευομένη πίστις») πρέπει να συμπίπτη με την δική μας θεώρηση και αποδοχή του Θεού («πιστεύουσα πίστις»). Σ’ αυτό κυρίως διαφέρει η Ορθοδοξία από την αίρεση και πλάνη.

6. Το 1986 στην Ασσίζη της Ιταλίας άρχισαν επίσημα οι διαθρησκειακές συναντήσεις και συμπροσευχές. Δεν είναι, συνεπώς, επιστημονικά θρησκειολογικά συνέδρια, αλλά συνάξεις ομολογίας της ενότητος, με βάση τον ένα Θεό, που λαμβάνουν χώρα περί τον Παπα, ως κέντρο αυτής της ενότητος και ηγέτη πνευματικό, στην πράξη, όλου του κόσμου. Γι’ αυτό ονομάσθηκε στην Δύση ο Πάπας «πλανητάρχης Νο 2».

Πρέπει να δηλωθή, ότι επί κεφαλής της πατριαρχικής μας αντιπροσωπείας το 1986 ήταν ο Σεβ. Μητροπολίτης Πισιδίας (σήμερα) κ. Μεθόδιος (Φούγιας), στη δε « Ασσίζη Β´» το 1994 ο Μακαρ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος (Γιαννουλάτος). Νέα Παν(δια)θρησκειακή συνάντηση υπό τον Πάπα έγινε εφέτος (2002), πάλι στην Ασσίζη, με τη συμμετοχή 250 προσώπων, εκπροσωπούντων 12 θρησκεύματα. Δεν έλειψαν, φυσικά, οι Ορθόδοξοι υπό τον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Όπως ορθά έχει παρατηρηθή, «οι διαθρησκειακοί διάλογοι μοιάζει να ανταποκρίνωνται πλήρως στην εκδοχή και στην πρακτική, με την οποία διαλέγονται σήμερα οι συνδικαλιστές, οι πολιτικοί, οι ιδεολογίες». (Χρ. Γιανναράς). Μετά δε την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και ό,τι αυτή η ημερομηνία σημαίνει για τον κόσμο μας, φάνηκε καθαρά πλέον, ότι οι διάλογοι αυτοί γίνονται «κατ’ επιταγήν» και μάλιστα, για την υπεράσπιση και προπαγάνδιση της επίσημης και νόμιμης τρομοκρατίας, έναντι της ανεπίσημης και «ρέμπελης».

Έτσι, η εποχή μας γελοιοποιεί και τους θρησκευτικούς διαλόγους, που συνεργάζονται για την αστυνόμευση του κόσμου κατά τα συμφέροντα και διαθέσεις των ισχυρών της Γης. Και μεις, υπακούοντας στις οδηγίες και στη «γραμμή», συμμετέχουμε και μεταβάλλουμε την Ορθοδοξία σε όργανο και ουραγό. Φιμώνουμε, έτσι, εμείς οι ίδιοι την Ορθοδοξία, που αντί να είναι «κρίση» και «έλεγχος» της ανομίας, μεταβάλλεται στα πρόσωπά μας σε υποστηρικτή και συντηρητή της. Και εδώ υπάρχει, φυσικά, εύκολη δικαιολογία: Για να μη χαρακτηρισθούμε αντιδραστικοί και για να ενισχυθή το ευρωπαϊκό (και νεοταξικό) πρόσωπό μας!

Η αναζήτηση λοιπόν της ανεξιθρησκείας, όπου έχει ατονίσει η χαθή, ως «ουσιαστικού συστατικού των μονοθεϊστικών πιστεύω» (Α.Δ. Παπαγιαννίδης στο «Βήμα» της 9.6.02) θα ήταν ευλογημένη, αν δεν επρόκειτο για συναντήσεις «κατ’ επιταγήν». Η ετοιμαζόμενη αλλά αναβληθείσα και στην Αθήνα διαθρησκειακή συνάντηση (προηγήθηκε άλλη στην Κύπρο) θα αποδείξη κατά πόσον πρόκειται για «κατάθεση της μαρτυρίας μας» και ορθόδοξη πρόταση ως την μόνη λύση στα δεινά του κόσμου και όχι για ισοπέδωση της Ορθοδοξίας στην πανθρησκειακή, και γι’ αυτό συγκρητιστική, πολτοποίηση. Ήδη ο Προϊστάμενος του Γραφείου της Εκκλησίας μας στις Βρυξέλλες διεκήρυξε ότι η προσπάθειά μας είναι: «Να προετοιμάσουμε τον κόσμο, να τον διαπαιδαγωγήσουμε, για να μην αντιδράση (δηλαδή, γι’ αυτούς τους διαλόγους), να σχηματίσουμε (δηλαδή να χειραγωγήσουμε) τη συνείδηση του κόσμου».

Άρα και εδώ ακολουθείται κάποια «γραμμή», την οποία όμως ποιος καθορίζει; Και όμως δεν γίνεται δεκτή η προειδοποίηση μίας πλειάδος Κληρικών, Ηγουμένων, Πνευματικών Πατέρων και γνωστών ορθοδόξων Θεολόγων, που εξετέθη στο υποβληθέν στον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο «Υπόμνημα περί Οικουμενισμού» και όπου διαβάζουμε: «Ο διαθρησκειακός Οικουμενισμός καλπάζει. Δεν μένει εις τα όρια ενός φιλοσοφικού η κοινωνικού διαλόγου (σημ. γράφοντος: άρα δεν απορρίπτεται ο διάλογος ως «αγαπητική έξοδος» κλπ.). Προχωρεί εις θεολογικόν επίπεδον, και προσπαθεί να εύρη κοινά σημεία πίστεως μεταξύ ορθοδόξων και ετεροδόξων. Δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τας βασικάς διαφοράς. Διακηρύσσει ότι και εις τας λοιπάς θρησκείας και μάλιστα τας μονοθεϊστικάς, υπάρχει σωτηρία. Ούτως ανατρέπει την θεμελιώδη χριστιανικήν πίστιν, ότι "ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία"...

Ο διαθρησκειακός συγκρητισμός σχετικοποιεί την ευαγγελικήν αλήθειαν. Προχωρεί ακόμη ούτος και εις το λατρευτικόν επίπεδον. Ορθόδοξοι Ιεράρχαι η και Πρωθιεράρχαι συμμετέχουν εις πανθρησκειακάς εκδηλώσεις ως της Ασσίζης η εις κοινάς συμπροσευχάς και δοξολογίας μεθ’ ετεροδόξων και ετεροθρήσκων, και δη Ιουδαίων και Μουσουλμάνων. Διερωτάται τις, ποίον Θεόν δοξολογούν;... Οι Άγιοι Απόστολοι εκήρυττον εις τας Συναγωγάς, αλλά Ιησούν Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον, διό και ηκολούθουν διωγμοί, φυλακίσεις, βασανιστήρια και θάνατοι...».

Εμείς, αντίθετα, ισοπεδώνοντας τον Χριστόν στην πράξη με τις όποιες θεότητες, τιμώμεθα και επαινούμεθα, απολαμβάνοντες διακρίσεις και βραβεία. Και μόνο αυτό δείχνει, ότι «κάτι δεν πάει καλά» με μας. Ο κόσμος «το ίδιον φιλεί» (παράβ. Ιωάν. 15, 19) και ταυτιζόμεθα με τις δυνάμεις του κόσμου, όταν αγαπώμεν «την δόξαν των ανθρώπων μάλλον ήπερ την δόξαν του Θεού» (Ιωάν. 12, 43).

Στους διαθρησκειακούς διαλόγους συναντάμε την ίδια σπουδή, την ίδια νοοτροπία και τις ίδιες μεθόδους, που παρατηρούνται και στην διεξαγωγήν των διαχριστιανικών διαλόγων. Διότι πρόκειται τελικά, για την ίδια στοχοθεσία. Η αλληλοπεριχώρηση των δύο αυτών μορφών ενός και του αυτού στην ουσία διαλόγου, φάνηκε ήδη στην Καμπέρρα της Αυστραλίας (Ζ´ Γενική Συνέλευση Π.Σ.Ε.), όπου οι Χριστιανοί κάλεσαν σε συμπροσευχές ακόμη και ειδωλολάτρες. Δεν πρόκειται προφανώς για ανεξιθρησκεία και «αγαπητική έξοδο κλπ.», αλλά για σχετικοποίηση της πίστεως, όπως συνάγεται από τη δήλωση του υπευθύνου αυτών των διαλόγων, Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Δαμασκηνού: «Η προσέγγιση αυτή, γράφει, κάνει ξαφνικά να αποκτήσουμε συνείδηση του γεγονότος, ότι κατά βάθος, μία Εκκλησία η ένα τέμενος... αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου».

Δεν είναι αυτό αυτόματη διαγραφή της εν Χριστώ σωτηρίας και του έργου του Αγίου Πνεύματος; Αν υπάρχει «και εν άλλω τινί» δυνατότητα σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως, τότε διατί η εν Χριστώ αποκάλυψη, ασάρκως στην Παλαιά Διαθήκη, ενσάρκως στην Καινή Διαθήκη; Διατί η Σάρκωση, η Πεντηκοστή, η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού και κοινωνία Αγίων; Οι πράξεις μας συνιστούν απόρριψη του Χριστιανισμού, παρά την παραπλανητική ωραιολογία μας, που κανένα δεν μπορεί πια να απατήση.

7. Επειδή δε ο λόγος είναι πάντα για «γραμμή», μη λησμονούμε, ότι το 1970 στη Γενεύη, όπου το «μαντείον» κάθε αντιχριστιανικής-αντορθόδοξης διαπλοκής, στη δεύτερη διάσκεψη του αμερικανικού Ιδρύματος με τον τίτλο «Ναός της Κατανόησης, INC», δηλαδή ενός «Συνδέσμου των Ηνωμένων Θρησκειών», ο Γενικός Γραμματέας του Π.Σ.Ε. Eugene Blake κάλεσε τους ηγέτες όλων των θρησκειών (2 Απριλίου) και έλαβε χώρα μία υπερομολογιακή λειτουργία και προσευχή στον καθεδρικό ναό του Αγίου Πέτρου, κατά την οποία ο καθένας προσευχήθηκε στη δική του γλώσσα και σύμφωνα με το τυπικό της θρησκείας του.
Η παρότρυνση δε, ήταν να συνυπάρξουν έτσι στη λατρεία του ίδιου Θεού. Πρόκειται όμως, για πιστή εφαρμογή της μασονικής μεθόδου της υπερβάσεως κάθε ιδεολογίας και πίστεως, για να επιτευχθή η ενότητα, και μάλιστα υπό τον άρχοντα του κόσμου τούτου. Κατά το υπάρχον διαφημιστικό υλικό των συνάξεων αυτών ήσαν παρόντες και ορθόδοξοι αντιπρόσωποι, ο δε Σεβ. Μητροπολίτης Σηλυβρίας κ. Αιμιλιανός του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σχολάζων σήμερα εν Αιγίω, είναι μέλος της «Διεθνούς Επιτροπής του Ναού».

Και όμως όλα αυτά έχουν απαντηθή στο ιερό Ευαγγέλιον, που διαψεύδει τις προφάσεις μας. Όταν οι οικουμενιστές μας απορρίπτουν ως φανατικούς και φονταμενταλιστές, συναπορρίπτουν και τους Αγίους μας, των οποίων την στάση ταπεινώς μιμούμεθα. Αλλά και αυτόν τον Κύριον, ο Οποίος, μη θέλοντας να συνάξη οπαδούς, θυσιάζοντας την Αλήθεια, όταν ο λόγος Του εθεωρήθη «σκληρός» και πολλοί τον εγκατέλειψαν, εστράφη και στους έντρομους «δώδεκα» και τους ρώτησε: «Μη και υμείς θέλετε υπάγειν»; ( Ιωάν. 6, 48 επ.). Αυτή είναι η δική μας «γραμμή», αγαπητοί αγαπολόγοι και ωραιολόγοι και όχι η «γραμμή» των συνθηκολογούντων με τους άρχοντες του κόσμου τούτου και μη γνησίων Ποιμένων μας.

8. Πρέπει όμως να θεωρήται βέβαιο ότι η αθέτηση της «γραμμής» των Ηγετών μας από το ορθόδοξο λήμμα, το «μικρόν ποίμνιον» (Λουκ. 12, 32) δηλαδή, δεν πρόκειται να γίνεται για πολύ χρόνο ανεκτή από τις δυνάμεις του Κόσμου, εντός και εκτός της Εκκλησίας (πρβλ. Πραξ. 20, 29 επ.). Η θεωρία της Προπαγάνδας διδάσκει, ότι η ακολουθουμένη σ’ αυτές τις περιπτώσεις μέθοδος είναι στην αρχή η γελοιοποίηση των αντιφρονούντων (ήδη όλους εμάς «γραφικούς» μας αποκαλούν) και η ηθική μείωση και ο ευτελισμός τους, για να ακολουθήση κατόπιν, αν αποφασισθή, η φυσική εκμηδένιση.

Ήδη δε στοιχειοθετούνται οι αρχές του κατηγορητηρίου εναντίον των αντιδραστικών. Πολύ πρόσφατα το Αμερικανικό Κογκρέσσο απαγόρευσε κάθε χαρακτηρισμό των άλλων ιδεολογιών και κυρίως των θρησκευτικών ομάδων, ως αιρετικών κ.τ.ο. Κάπως απαλότερα σήμερα (μέσω του Τύπου και της φιλολογικής κριτικής) επικρίνεται ο Ορθόδοξος, που θα τολμήση βάσει της πίστεώς του να χαρακτηρίση τους οποιουσδήποτε «άλλους», με βάση το υπονοούμενο και μη κρυπτόμενο ότι όλες οι θρησκείες συνιστούν οδό θεογνωσίας με διαφορετικό τρόπο. Αυτά έχουν διακηρύξει γνωστοί εκκλησιαστικοί Ηγέτες.

Δεν είναι ευρύτερα γνωστό ασφαλώς, ότι πριν από καιρό οι συγγραφείς του βιβλίου των Θρησκευτικών της Α´ Λυκείου (Χ. Γκότσης, π. Γ. Μεταλληνός και Γ. Φίλιας) λάβαμε «εξώδικο» από τους «Μάρτυρες του Ιεχωβά» και τους «Σαηεντολόγους», για τα σχετικά κεφάλαια του βιβλίου, που βλέπουν τους χώρους αυτούς μέσα από την ορθόδοξη προοπτική, φυσικά. Η εξώδικος εστάλη στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Βέβαια, απαντήσαμε, αλλά την εξέλιξη την αγνοούμε. Είναι όμως περισσότερο γνωστή η περιπέτεια του κεφαλαίου του βιβλίου περί της Μασονίας.

Επειδή δε έλαχε στον υπογραφόμενο ο κλήρος της συγγραφής του, έζησα με κάθε λεπτομέρεια κινήσεις και μεθόδους, αλλά και πιέσεις, που ασκήθηκαν, για την απάλειψη του κεφαλαίου, ώστε να το ανασυνθέσω τρεις φορές και στο τέλος να προτείνω να εκτεθή πρώτα η αυτομαρτυρία του Μασονισμού και παράλληλα η ορθόδοξη θεώρησή του. Το κωμικοτραγικό δε είναι, ότι τα κεφάλαια αυτά μας δόθηκαν από το Αναλυτικό Πρόγραμμα του Υπουργείου (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), το οποίο (Αναλυτικό Πρόγραμμα) καθόριζε και τις γραμμές που έπρεπε να ακολουθήσουμε. Οπότε το ερώτημα είναι: Ποιοι εξουσιάζουν τελικά αυτόν τον τόπο; Βέβαια εμείς το γνωρίζουμε πλέον με μεγάλη ακρίβεια, από την στάση όμως του Υπουργείου θα διευκρινισθή, αν αντέχουμε ως Έθνος ακόμη στις ασκούμενες πιέσεις.

Με τον μετασχηματισμό μας (εκούσια και μετ’ ενθουσιασμού) σε «νομαρχία» (όχι «επαρχία») της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η τελευταία ως εντολοδόχος και «υποδιεύθυνση» της Νέας Τάξεως και της Ηγεσίας της, όλο και περισσότερο επιδεικτικά και απροκάλυπτα εμφανίζεται να προσδιορίζη μέσω διαφόρων διαύλων τη ζωή και τις συμπεριφορές μας, μεταγγίζοντας γι’ αυτό με χίλια μέσα τις δικές της νοοτροπίες. Πρόσφατα το Τμήμα μας (Θεολογίας) έλαβε ένα έγγραφο (κατ’ ακρίβεια, ανυπόγραφο!), προερχόμενο από τους υπευθύνους του Πανεπιστημίου για τα ευρωπαϊκά προγράμματα, που ενώ μας επαινεί, για την επιτυχή ανταπόκρισή μας σε ένα προταθέν σε μας πρόγραμμα με τον τίτλο «Ορθοδοξία και Παγκοσμιοποίηση», εν τούτοις το Πρόγραμμά μας κρίθηκε «ανεπαρκές», διότι μεταξύ άλλων «διαπιστώθηκε ότι το πρόγραμμα εν γένει είναι ομολογιακής και εν πολλοίς εφηρμοσμένης φύσεως, χωρίς να εντάσσεται στο ευρύτερο πρόγραμμα της σπουδής των θρησκευτικών φαινομένων και της Θρησκείας ως πανανθρωπίνου φαινομένου και πραγματικότητας».

Και αυτό, μολονότι η Θρησκειολογική προοπτική δεν απουσιάζει στο Πρόγραμμά μας (διδάσκει ειδικός καθηγητής). Αλλά ο σκοπός είναι να προβληθή ο «ομολογιακός» χαρακτήρας του Τμήματός μας και γενικότερα των Θεολογικών μας Σχολών. Αυτό σημαίνει, ότι σε λίγα χρόνια οι Θεολογικές μας Σχολές θα μεταβληθούν (αν επιβιώσουν στο Πανεπιστήμιο) σε θρησκειολογικές και γι’ αυτό γίνεται προσπάθεια (και ενδοεκκλησιαστικά) να περιέλθουν οι Θεολογικές Σχολές στην δικαιοδοσία της Διοικούσης Εκκλησίας. Όταν μιλώ, για την σοβιετοποίησή μας μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη, αυτό εννοώ: Ό,τι έζησαν οι άλλοι Ορθόδοξοι στη σοβιετική-κομμουνιστική τους περίοδο, κινδυνεύουμε να ζήσουμε οι Έλληνες Ορθόδοξοι στην Ενωμένη Ευρώπη και τη Νέα Τάξη.

Αυτή η πορεία διαγράφεται. Η ελευθερία μας περιορίζεται επικίνδυνα και εντελλόμεθα να ενεργούμε και πορευόμεθα «τοις ’κείνων ρήμασι πειθόμενοι» και με βάση την χαραγμένη από δεκαετίες τώρα «γραμμή». Διαφορετικά, δεν θα έχουμε «ευρωπαϊκό πρόσωπο» και δεν θα χωράμε ως ελεύθεροι συν-εταίροι μέσα στην Ευρώπη. Είναι έτοιμη η Εκκλησιαστική μας Ηγεσία να αντισταθή, προτιμώντας τον «ονειδισμόν του Χριστού, των εν Ευρώπη θησαυρών» (παράβ. Εβρ. 11, 26), όταν πρόκειται, μάλιστα, και για πραγματικούς θησαυρούς ευρωπαϊκών κονδυλίων; Είναι πρόθυμη και έτοιμη η Εκκλησία μας, αν χρειασθή, να προκρίνη τις κατακόμβες;

Εύχομαι να είναι! Αν και θα το δείξη γρήγορα. Αν όμως δεν είναι, τότε σημαίνει ότι αποκόπτεται από το ευσεβές πλήρωμα, που μένει πιστό στην παράδοση των Αγίων του, και το προδίδει. Συνηθίσαμε να μιλούμε για την υπακοή ως υψίστη αρετή του ασκουμένου ορθοδόξου. Και είναι αυτό πράγματι παγία πράξη των Αγίων μας. Αν όμως πάντα η «υπακοή» ίσχυε «εν οις εντολή Θεού ουκ εμποδίζεται», κατά τον Μέγα Βασίλειο (P.G. 31, 860), τώρα μόνο η ανυπακοή σώζει!